Ωρολόγιο
Ήρθες με σβησμένα φωνήεντα
έξαλλους διεστώτες, χαρτοκόπτης για τις άκοπες
σελίδες του δεξιού μου μετατάρσιου, εγκαθιδρύοντας
καθεστώς ύπνου-ξύπνιου/περίπου εφιάλτης
λίγο απ' το αίμα μου διψώντας, κλεισμένη από αιώνες
στο κελί του μυαλού σου, ενθύμημα φρίκης,
αραχνιασμένο πρόσωπο, αλεπουδίσια μούρη.
έξαλλους διεστώτες, χαρτοκόπτης για τις άκοπες
σελίδες του δεξιού μου μετατάρσιου, εγκαθιδρύοντας
καθεστώς ύπνου-ξύπνιου/περίπου εφιάλτης
λίγο απ' το αίμα μου διψώντας, κλεισμένη από αιώνες
στο κελί του μυαλού σου, ενθύμημα φρίκης,
αραχνιασμένο πρόσωπο, αλεπουδίσια μούρη.
1μμ
Το δωμάτιο μύριζε σάπιο σίδερο, αναβράζοντα επιρρήματα,
εκτοξευόμενες απειλές αέρος-εδάφους, ασετόν, ντεπόν, ακινετόν
ξεθυμασμένη όζα.
Τότε σαν ριπή θυμήθηκα πώς κάποτε αγάπησα
μια Ρόζα ----Δεν βγαίνει----
Οι ρίμες μου ποτέ
δεν ήταν ρίμες, ήταν πιο πολύ ρίμελ.
Παύση
Τράβηξα την καλύπτρα απ' το πρόσωπό σου
κι αν δεν κοιμόμουνα θα σ' είχα καταλάβει.
Πώς, απορώ, πιάστηκα τόσο κότσος, χωρίς ω μάλιστα
γιατί με λένε Ντίνο και όχι Κωνσταντίνο.
1μμ και κάτι δευτερόλεπτα
Σε είχα επιτέλους καταλάβει έστω αργά
μικρή μου Κλυταιμνήστρα.
Τι θες εδώ πανούργα θεογκόμενα
πλανεύτρα αλητάκι μου κι Αιγισθομαγεμένη;
Κλυταιμνήστρα:
Ήρθα διψώντας για αίμα.
Πάει καιρός που έχω να νιώσω
την ευφορία του φόνου.
Εγώ:
Ευεπίφορο όμμα, Δέσποινά μου,
μάτια όμορφα, χθές ήμασταν μαζί σφιχτά αγκαλιασμένοι
και τώρα τι εικάζεις;
Σολοική παραίσθηση, αφρώδη παλινωδία μου, ήρθε η ώρα λοιπόν;
Πικρή τσακισμένη σιωπή σαν αμύγδαλο.
Κλυταιμνήστρα Μαρία Δέσποινα:
-η φωνή της βγαίνει απ'το μπάνιο-
χλωροφύλλη και χλωροφόρμιο.
Σε βαρέθηκα κι ας μου έκανες τα χατίρια
και παράπονο δεν έχω να πω, μα... γυναίκα είμαι
κι ο φόνος και τ' αλλουνού το πέος με εξιτάρει
και ο κρυφός ο κίνδυνος τρελαίνει τις γυναίκες -όχι
τις κοινές και τις συνηθισμένες, αυτές τρία πουλάκια είναι-
μα τις γυναίκες δεκάδες δορκάδων σαν εμέ..
Εγώ:
Ώστε λοιπόν συντάσσεσαι και με τον Εμπειρίκο τώρα;
-Ήταν έμπειρος αν μη τι άλλο.
Εγώ:
Τσακίσου από τα μάτια μου.
Μου χάλασες το όνειρο κι έγινε εφιάλτης.
Σαν τη βροχή ήρθες και έπεσες στο στεγνό κορμί μου
και σε ρούφηξα όπως το σπέρμα η μήτρα.
Ανάμνηση θα σε καλώ στο εξής. Πρώτα θυμό. Ύστερα πικρία.
Πάντα με τη σωστή σειρά, γιατί ελλοχεύει μέσα μας αλλιώς,
πανούργα μαλακία.
Πάρε τα σύνεργα του φόνου από δω.
Μάζεψε τα στρινγκάκια σου, παρ' και το δονητή σου
πάνε και βγάλ' τα μάτια σου
με τον καινούργιο εραστή σου.
1 και 5 μμ
Ξύπνημα ομιχλώδες και αλαφιασμένο
σαν ξεπέταγμα τρομαγμένης μπεκάτσας.
Κοιτάζω γύρω μου το κενό, τα φώτα απ' τις γρίλιες
της απέναντι πολυκατοικίας.
Προσπαθώ να καταλάβω πού είμαι.
Η κόκκινη ένδειξη του αιρ-κοντίσιον μου δίνει κατεύθυνση
ευθεία-δεξιά-πέντε βήματα αριστερά-τουαλέτα. Κρύο νερό
στο πρόσωπο, κατούρημα, καζανάκι, επιστροφή,
σκοντάφτω σ' ένα βιβλίο το κέρατό μου.
Ανάβεις το φως, γυμνή με τα πόδια μισάνοιχτα.
Το στήθος σου οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας.
Μυρίζεις σαν βρεγμένο κουτάβι.
Το δωμάτιο μύριζε σάπιο σίδερο, αναβράζοντα επιρρήματα,
εκτοξευόμενες απειλές αέρος-εδάφους, ασετόν, ντεπόν, ακινετόν
ξεθυμασμένη όζα.
Τότε σαν ριπή θυμήθηκα πώς κάποτε αγάπησα
μια Ρόζα ----Δεν βγαίνει----
Οι ρίμες μου ποτέ
δεν ήταν ρίμες, ήταν πιο πολύ ρίμελ.
Παύση
Τράβηξα την καλύπτρα απ' το πρόσωπό σου
κι αν δεν κοιμόμουνα θα σ' είχα καταλάβει.
Πώς, απορώ, πιάστηκα τόσο κότσος, χωρίς ω μάλιστα
γιατί με λένε Ντίνο και όχι Κωνσταντίνο.
1μμ και κάτι δευτερόλεπτα
Σε είχα επιτέλους καταλάβει έστω αργά
μικρή μου Κλυταιμνήστρα.
Τι θες εδώ πανούργα θεογκόμενα
πλανεύτρα αλητάκι μου κι Αιγισθομαγεμένη;
Κλυταιμνήστρα:
Ήρθα διψώντας για αίμα.
Πάει καιρός που έχω να νιώσω
την ευφορία του φόνου.
Εγώ:
Ευεπίφορο όμμα, Δέσποινά μου,
μάτια όμορφα, χθές ήμασταν μαζί σφιχτά αγκαλιασμένοι
και τώρα τι εικάζεις;
Σολοική παραίσθηση, αφρώδη παλινωδία μου, ήρθε η ώρα λοιπόν;
Πικρή τσακισμένη σιωπή σαν αμύγδαλο.
Κλυταιμνήστρα Μαρία Δέσποινα:
-η φωνή της βγαίνει απ'το μπάνιο-
χλωροφύλλη και χλωροφόρμιο.
Σε βαρέθηκα κι ας μου έκανες τα χατίρια
και παράπονο δεν έχω να πω, μα... γυναίκα είμαι
κι ο φόνος και τ' αλλουνού το πέος με εξιτάρει
και ο κρυφός ο κίνδυνος τρελαίνει τις γυναίκες -όχι
τις κοινές και τις συνηθισμένες, αυτές τρία πουλάκια είναι-
μα τις γυναίκες δεκάδες δορκάδων σαν εμέ..
Εγώ:
Ώστε λοιπόν συντάσσεσαι και με τον Εμπειρίκο τώρα;
-Ήταν έμπειρος αν μη τι άλλο.
Εγώ:
Τσακίσου από τα μάτια μου.
Μου χάλασες το όνειρο κι έγινε εφιάλτης.
Σαν τη βροχή ήρθες και έπεσες στο στεγνό κορμί μου
και σε ρούφηξα όπως το σπέρμα η μήτρα.
Ανάμνηση θα σε καλώ στο εξής. Πρώτα θυμό. Ύστερα πικρία.
Πάντα με τη σωστή σειρά, γιατί ελλοχεύει μέσα μας αλλιώς,
πανούργα μαλακία.
Πάρε τα σύνεργα του φόνου από δω.
Μάζεψε τα στρινγκάκια σου, παρ' και το δονητή σου
πάνε και βγάλ' τα μάτια σου
με τον καινούργιο εραστή σου.
1 και 5 μμ
Ξύπνημα ομιχλώδες και αλαφιασμένο
σαν ξεπέταγμα τρομαγμένης μπεκάτσας.
Κοιτάζω γύρω μου το κενό, τα φώτα απ' τις γρίλιες
της απέναντι πολυκατοικίας.
Προσπαθώ να καταλάβω πού είμαι.
Η κόκκινη ένδειξη του αιρ-κοντίσιον μου δίνει κατεύθυνση
ευθεία-δεξιά-πέντε βήματα αριστερά-τουαλέτα. Κρύο νερό
στο πρόσωπο, κατούρημα, καζανάκι, επιστροφή,
σκοντάφτω σ' ένα βιβλίο το κέρατό μου.
Ανάβεις το φως, γυμνή με τα πόδια μισάνοιχτα.
Το στήθος σου οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας.
Μυρίζεις σαν βρεγμένο κουτάβι.
Το τυχερό γατί
Χθες ο μπάρμπα Kλεάνθης
πυροβόλησε με το δίκαννο τη
γυναίκα του στο πόδι.
Σημάδευε ένα κοτόπουλο είπε
στην αστυνομία.
Η θεία Τούλα δεν είναι κοτόπουλο
Η θεία Τούλα μοιάζει με
πυροβόλησε με το δίκαννο τη
γυναίκα του στο πόδι.
Σημάδευε ένα κοτόπουλο είπε
στην αστυνομία.
Η θεία Τούλα δεν είναι κοτόπουλο
Η θεία Τούλα μοιάζει με
θαλάσσιο ελέφαντα.
Τα περιστέρια στην αυλή
πέταξαν τρομαγμένα και
πήγαν λίγα μέτρα πιο πέρα.
Ένας γάτος βρήκε την ευκαιρία
και άρπαξε ένα περιστέρι
στα αδρανή από καιρό
γαμψά του νύχια.
Μόλις έφυγε το ασθενοφόρο
ξαναγύρισαν.
Ο γάτος ανέβηκε στα κεραμίδια.
Τα περιστέρια στην αυλή
πέταξαν τρομαγμένα και
πήγαν λίγα μέτρα πιο πέρα.
Ένας γάτος βρήκε την ευκαιρία
και άρπαξε ένα περιστέρι
στα αδρανή από καιρό
γαμψά του νύχια.
Μόλις έφυγε το ασθενοφόρο
ξαναγύρισαν.
Ο γάτος ανέβηκε στα κεραμίδια.