Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Γιώργος Βλάχος : [ Η Τρέλα μου ... ]

Η τρέλα μου αναρριχάται
καλπάζει , τραγουδάει στα Ουράλια ,
στα Ιμαλάια , στις ΄Ανδεις ,
γίνεται παιάνας ,
γίνεται ένα με Ινδούς και Ινδιάνους .

Αγαπάει εκατομμύρια γυναίκες και άστρα ,
ταξιδεύει με το σμήνος του χρόνου ,
γίνεται λουλούδι , μέλισσα , πεταλούδα ,
μεθυσμένη απ' τη γύρη της φύσης ,
πίνει κρασί στο πατητήρι του έρωτα ,
στην οδό Γολγοθά αναπνέει και εισβάλει
σαν τανκ στο ιερό του Βούδα και προσεύχεται .

Η τρέλα μου είναι Πυρηνικό Εργοστάσιο
στους πρόποδες του Νεπάλ ,
στις ακτές του Μπαγκλαντές
στην Αβάνα της Κούβας .

Η τρέλα μου πατάει το σήμερα
Ραπίζει το χτες
Ανασταίνει το αύριο .

Η τρέλα μου κυματίζει σε καταφύγιο
της Αναπούρνα ,
μέσα στο ψυχιατρείο των άστρων βασιλεύει ,
ανασταίνει τη γήινη θλίψη
αστράτευτη κόρη .

Γιώργος Βλάχος

Δεν έχω visa για την ελευθερία
  
σ . - 16 -

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Βαλάντης Βορδός


Μηχανοδηγός Blake

Έλα μπές στο τραινάκι
του τρόμου
να σου δείξω τους νεκρούς
την μάνα τον πατέρα σου
και όλο σου το σόι
-Wiliam δεν έχω μαρκαδόρους
χαρτιά να καταγράψω
μου σώθηκε το αίμα

- φευ! σε τέτοιες εποχές
που ρέει άφθονο
είναι τόσο φθηνό

Και δώστου μου ανοίγει μια βαλίτσα
γεμάτη μπουκαλάκια

Πάρε από Καρούζο κόκκινο κι από Ρεμπώ φαρμάκι
'' σφάξε την μια ομορφιά,να πιεί το αίμα η άλλη ''
και μου δίνει μια στα δάχτυλα και μου τα σπάει
'' πάρε την ομορφιά στα γόνατα,βρές την πικρή και φτύστηνα ''

Θέε μου πού εκβάλω φώναξα ποιανού ανέμου
είμαι η σκόνη μηχανοδηγέ Blake ;

Στρίβοντας το αγκίστρι στο στόμα
του ύπνου μου
- η κόλαση είναι γλυκιά για τους πρωτοεμφανιζόμενους
είπε
μετά
θα θυμάσαι κι εσύ κι οι όμοιοι σου
τι λήθη σας περιμένει

Πρώτη δημοσίευση 

Η φώτο  '' Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης ''
William Blake

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Seamus Heaney




Tο υπουργείο του τρόμου




Joe Wrinn/Harvard University, via Reuters
Seamus Heaney at Harvard University in 1995.


Για τον Σέιμους Ντην


Τουλάχιστον , όπως έλεγε ο Καβάνα , ζήσαμε
Σε σημαντικά μέρη . Ο μοναχικός γκρεμός
του Κολεγίου <<΄Αγιος Κόλουμπ >> , όπου υπηρέτησα
Για έξι χρόνια , είχε θέα προς το Μπογκσάιντ σου .
΄Εμπαινε η ματιά μου σε νέους κόσμους : τα φλεγόμενα
λαρύγγια
Του Μπραντυγουέλλ , το σκυλοδρομιό του πλημμυρισμένο
φώτα ,
Τον μηχανικό λαγό να παίρνει μπρος . Την πρώτη βδομάδα
Είχα τέτοια νοσταλγία για το σπίτι μου που ούτε τα
μπισκότα
που μου είχαν αφήσει για να μου γλυκάνουν την εξορία δεν
μπορούσα να φάω .
Τα πέταξα πάνω απ’ τον φράχτη μια νύχτα
Του Σεπτέμβρη του 1951
΄Οταν τα φώτα των σπιτιών στην οδό Λέκυ
΄Ησαν σαν κεχριμπάρια στην ομίχλη . Στα κλεφτά
Τα πέταξα .
΄Επειτα Μπέλφαστ , και μετά Μπέρκλευ .
Και τα δυο πολύ σικ ,
Πρώτες απόπειρες με τους στίχους όσο να γίνουν
Ολόκληρη η ζωή : από φουσκωμένους φακέλους που φτάνουν
Την εποχή των διακοπών ως τις ολιγοσέλιδες συλλογές
Σταλμένες με << τους χαιρετισμούς του συγραφέα >> .
Εκείνα τα χειρόγραφα ποιήματα , που τα ξεκόλλαγες απ’ τη
συρμάτινη ράχη
Των σχολικών τετραδίων σου , με γέμιζαν απορία :
Φωνήεντα και ιδέες πέφτανε βροχή
΄Οπως οι σπόροι από τις συκομουριές μας .
Προσπάθησα να γράψω για τις συκομουριές
Κι  εφεύρα μια ρίμα με προφορά του Σάουθ Ντέρυ
΄Οπου το  α  ομοιοκαταληκτεί με το  ου .
Αυτές οι βουνίσιες μπότες με τα χοντρά καρφιά ,
Θεέ μου , πως καταπατούσαν το λεπτό
Γκαζόν της ορθοφωνίας .
΄Αλλαξαν
Οι προφορές μας ; << Οι καθολικοί γενικά δεν μιλούν
Τόσο καλά όσο οι φοιτητές απ’ τα προτεσταντικά σχολειά >> .
Τα θυμάσαι όλα αυτά ; Κατωτερότητας
Συμπλέγματα , υλικό για όνειρα ,
<< Πως είναι τ’ όνομά σου , Χήνυ : >>
<< Χήνυ , πάτερ >> .
<< ΄Εχει
Καλώς >> .
Την πρώτη μου μέρα , ο δερμάτινος βούρδουλας
΄Επαθε επιληπτική κρίση στην Μεγάλη αίθουσα ,
Κι αντηχούσε το βίτσιμα πάνω απ’ τις κεκλιμένες κεφαλές
μας ,
Εγώ όμως εξακολουθούσα να γράφω στο σπίτι ότι του
οικότροφου η ζωή
Δεν ήταν και τόσο κακή , δειλιάζοντας , ως συνήθως , να πω την
αλήθεια .

Στις μεγάλες διακοπές , τότε , ξαναγύριζα στη ζωή
Στων φιλιών το πίσω κάθισμα της  ΄Ωστιν 16
Παρκαρισμένη στο υπόστεγο , με τη μηχανή αναμμένη ,
Τα δαχτυλά μου γαντζωμένα σαν τον κισσό στους ώμους της
Και το φως που την περίμενε αναμμένο στην κουζίνα .
Κι επιστρέφοντας στο σπίτι , με του καλοκαιριού
Την ελευθερία να σιγοσβήνει νύχτα με τη νύχτα , τον αέρα
Γιομάτο φεγγαρόφωτο και άρωμα σανού , οι πολισμάνοι
Σείοντας  τους βαθυκόκκινους φακούς τους , να μαζεύονται γύρω
Απ’ το αυτοκίνητο σαν μαύρο κοπάδι , να ρουθουνίζουν και
Με τη μύτη του όπλου στο μάτι μου :
<< Πως ονομάζεσαι , οδηγέ ; >>
<< Σέιμους …>>
Σέιμους ;
Mια φορά διάβασαν τα γράμματά μου σ’ ένα μπλόκο στον
δρόμο
Και φώτισαν με τους φακούς τους τα ιερογλυφικά σου ,
<< Ευκίνητες εκφάνσεις >>  με περίτεχνο γραφικό χαρακτήρα .


Το ΄Ωλστερ ήταν βρετανικό , αλλά χωρίς δικαίωμα στην
Αγγλική λυρική ποίηση : oλογυρά μας , κι ας μην
Το λέγαμε με τ’ ονομά του , το υπουργείο του τρόμου .

Μετάφραση : Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ


Η Λεύκα

Ο αγέρας σείει τη μεγάλη λεύκα , επαργυρώνοντας
Το δέντρο ολάκερο με μια πνοή .
Ποια ζυγαριά λαμπρή γκρεμίστηκε κι άφησε τούτη τη 
βελόνα να τρεμοπαίζει ;
Ποιές φορτωμένες πλάστιγγες ατύχησαν ;


Η αμμουδιά

Ούτε τα ίχνη που' κανε του κύρη μου η μελία
Στην αμμουδιά του Σάντυμαουντ
Δεν θα τα σβήσει η φουσκοθαλασσιά .

Η Στάμπα

Ποιός χάραξε στη στρογγυλή τη στάμπα του βουτύρου
΄Εναν στάχυ σίκαλης , ψιλοδουλειά , γεμάτο σκλήθρες και
λεπίδες ;
Γιατί το βούτυρο το μαλακό να φέρει τέτοιο όργανο οξύ
Σα νά 'χε γδαρθεί το στήθος του από γυαλιά σπασμένα ;


΄Οταν ήμουν μικρός , κατάπια έναν αθέρα σίκαλης .
Ο λαιμός μου ήταν σαν σπαρτό πού τό ' πιασε δρεπάνι .
΄Ενοιωσα την άκρη του να γλιστρά και την αιχμή να
μπήγεται βαθιά
΄Ωσπου , σαν έβηξα και έβηξα ξανά και τελικά εβγήκε ,

Βγήκε κι ανάσα δροσερή , εωθινή , τόσο αιφνίδια και καθαρή
Λες και ανέπνεα αιθέρια παραδείσου
΄Οπου η Αγαθή , θεραπευμένη μετά από το μαρτύριο ,
κοιτάζει
τη λεπίδα όπως εγώ κοιτούσα τον αθέρα .

Μετάφραση ; Θεοδόσης Νικολάου

Τα 3 τελευταία ποιήματα είναι από τη συλλογή ;
The spirit level
Πρώτη έκδοση ;  Faber and Faber Limited ,1996