Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Γιώργος Μόραρης

ΤΟ ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΜΙΑΣ ΕΓΚΥΟΥ

Ο δεύτερος εαυτός μου
μέσα μου μεγάλωνε
και τραγουδούσε.
Κάθε ζωή που γεννιέται
βρίσκει τον κόσμο
στο νέο του ξεκίνημα.
Δεν ήμουν έτοιμη να δώσω
σαν ενήλικη και σαν βρέφος
κανένα κομμάτι μου.
Αγκάλιασα τον άδειον ΄Αδη
γεμάτη με τα μέλη του παιδιού μου.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΡΑΡΗΣ

ΤΟ ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΜΙΑΣ ΕΓΚΥΟΥ

Ο δεύτερος εαυτός μου
μέσα μου μεγάλωνε
και τραγουδούσε.
Κάθε ζωή που γεννιέται
βρίσκει τον κόσμο
στο νέο του ξεκίνημα.
Δεν ήμουν έτοιμη να δώσω
σαν ενήλικη και σαν βρέφος
κανένα κομμάτι μου.
Αγκάλιασα τον άδειον ΄Αδη
γεμάτη με τα μέλη του παιδιού μου.

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Demetrio Korsi

ΤΟΥ  ΠΑΝΑΜΑ  ΕΙΚΟΝΑ
 

Η ΔΙΩΡΥΓΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΜΑ

Γκρίγκος , γκρίγκος , γκρίγκος ... Μαύροι , μαύροι , μαύροι ...
Μαγαζιά κι αποθήκες και πραμάτεια στον ήλιο .
Φραγκεμένοι ινδιάνοι , μιγάδες αγροίκοι
κι αγοραίες κοπέλες που αγάπη πουλάν .

Περνάει έν 'αμάξι γεμάτο τουρίστες ,
στρατιώτες και ναύτες που έρχονται , παν .
Παντελονοφορούσες ανάμεσά τους αρτίστες
που έχουν ανακαλύψει τη χώρα του Αδάμ .

Παναμάς ο καλόβουλος και σ'όλ'ανοιχτός ,
σαν αυτήν εδώ την κεντρική λεωφόρο ,
που είναι γεφύρι , λιμάνι και πύλη
για το μεγάλο κανάλι των καραβιών .

Ξυπολησιά κι αυτοκίνητα και ταβέρνες σωρός ,
μπεκρήδες , ρούμπες , φοξ-τροτ ,
χρώματα , μύρα , ράτσες ανάκατες ,
μαύροι και γκρίγκος που φέρνει ο άνεμος .

Ρακί , μουσική και πολλά πορτοφόλια .
Στον πόλεμο ανάθεμα ! Τον σκέφτεται ποιος ;
Χορεύουν μακάβρια χορό τα μιλιόνια ,
γκρίγκος , μαύροι γκρίγκος και γκρίγκος ξανά .
γειά σου , χαρά σου , Παναμά , χώρα του καθενός .


Μετάφραση : Γ.Δ.ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


VISION   DE   PANAMA

 
Πλοία από όλο τον κόσμο περιμένουν εις την Cristobal ,
την είσοδο της Διώρυγας επί του Ατλαντικού .
 

Gringos, gringos, gringos... Negros, negros, negros...
Tiendas y almacenes, cien razas al sol.
Cholitas cuadradas y zafias mulatas
llenan los zaguanes de prostitución.

Un coche decrépito pasa con turistas.
Soldados, marinos, que vienen y van,
y, empantalonadas, las caberetistas
que aquí han descubierto la tierra de Adán.

Panamá la fácil. Panamá la abierta,
Panamá la de esa Avenida Central
que es encrucijada, puente, puerto y puerta
por donde debiera entrarse al Canal.

Movimiento. Tráfico. Todas las cantinas,
todos los borrachos, todos los fox-trots,
y todas las rumbas y todos los grajos
y todos los gringos que nos manda Dios.

Diez mil extranjeros y mil billeteras...
Aguardiente, música... La guerra es fatal!
Danzan los millones su danza macabra.
Gringos, negros, negros. gringos.... ¡Panamá!

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Γιώργος Μπλάνας


ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
                                                                              Γιάννης Γαϊτης , 1952 το τραγούδι της γης


Η πύλη του Άδη: σκοτεινή

πορσελάνη και ατσάλι

γναθοχειρουργικό.

Μπροστά η λύσσα αυτοπροσώπως:

κεφάλι, μάτια, ρύγχος, δόντια κάπρου·

πόδια καμήλας, η ουρά λεπτή με καμάκι

ωκεάνιο στην άκρη· σάρκα: η σάρκα

δέκα αιώνες άνεμος σκαφτιάς

στη φλούδα πεύκου

και τα μαλλιά σχοινιά πλεγμένα αγχόνες

να σέρνονται στη γη,

να προκαλούν την πέτρα και την σκόνη,

κύματα στείρα να σηκώνονται, να πνίγουν

ολόκληρα νησιά με τα σκυλιά και τα παιδιά τους

κι ο φτωχός, για την χρεία ή για το χρέος,

να πουλάει το χωράφι και το αμπέλι

να σπουδάσει τα παιδιά του:

τυφλά, σκουριασμένα,

σαν άχρηστα εργαλεία

(οι Λευκάδιοι στα 1357,

επιμένοντας πως η βία δεν είναι

η φαινομενική αφετηρία του κράτους,

αλλά το συστατικό του αξίωμα – και συνεπώς

πως όσο διαλεκτικά

κι αν σκέφτεται ένας φιλόσοφος

-στην Ιένα ή οπουδήποτε αλλού-

μπορεί να είναι σκατόψυχος )

...............................................................................

....................................... γραμματέας ή φύλακας

η λύσσα: «Πού πηγαίνεις ζωντανέ;

Δεν άκουσες τίποτα για Έννομη Τάξη;»

................................................................................

.......... κόλαση ολοζώντανη ...................................

καθένας με τα κέρδη του και τις απώλειές του

κι όλοι μαζί μια πίστη

―καθολική, αδιαίρετη―

στην παντοδύναμη, ελεύθερη αγορά·

δαίμονες, στρατιές, με βασιλιάδες,

δούκες, άρχοντες, διοικητές, προέδρους —

γλεντοκοπούσαν, έκαιγαν,

έγδερναν, κομμάτιαζαν

χαμένες ψυχές – μαζί κι ο Δάντης

πάνοπλος να προσπαθεί να κρατήσει

ένα κοπάδι Γιβελίνους στον λάκκο τους,

κραυγάζοντας: «Φίδια,

κατράμι και σκορπιοί

το κέρδος σας, καθάρματα.

Πού ακούστηκε αυτοκράτορας μ’ ένα μάτι.

Σπουδαία ανακάλυψη πως τα ελάφια

πηγαίνουν πάντα στην πηγή.

Οι λύκοι; Πού πηγαίνουν

οι λύκοι, άθεοι;»

Και θέριζε σαν τα σπαρτά

τα χέρια που αρπάζονταν

από το χείλος της αβύσσου...

. . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . ένας αβράκωτος (1789, ολογράφως

Ένα-Επτά-Οκτώ-Εννέα) κρατώντας

στα χέρια το κεφάλι του:

«Άσε τις λέξεις ήσυχες, ηλίθιε Ιταλέ.

Ξέρουν τι κάνουν.

Δεν χρειάζονται τον πάπα σου

ούτε άλλη πάθηση. Σε κοροϊδεύουν.

Μόνο το δάσος θα μείνει

και τα κόκαλα των χαμένων στο δάσος,

απ’ τα στιχάκια σου».


Το μεσημέρι πετούσε νωθρά

από νύστα σε νύστα. Επάνω,

οι θάμνοι καίγονταν βαθιά

στις ρίζες τους, τα φύλλα έπαιρναν

μιαν όψη πυρίμαχη, έτοιμη να κομματιάσει την άπνοια,

με την πρώτη ζωντανή παρουσία στο μαρμαρωμένο φως.

Πάνω στη στέγη, ένα παγόνι, σκεφτόταν

κάτι ορθογώνιο. Ζύγισε για μια στιγμή

τη βαρύτητα της μέρας

κι ύστερα εισέβαλε άργυρος

αρχαίος στην κωνοφόρα επικράτεια

των τζιτζικιών.

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Περίμεναν τους τραγουδιστές.

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Αυτοί γύριζαν τον κόσμο με μια μεγάλη λύρα που ακουγόταν σαν δόρυ σε χάλκινο στέρνο και τραγουδούσαν τις περιπέτειες παλιών ηρώων. Κάποτε είχαν πολλή δουλειά, αλλά την εποχή εκείνη σπάνια τους άκουγαν. Είχαν ήδη εμφανιστεί οι λιμοκοντόροι λυρικοί με τα μικρά, ζωηρά τραγούδια τους. Οι λύρες τους ήταν μικρότερες, στολισμένες με χρυσάφι και έβγαζαν ζαχαρωμένους ήχους. Οι δύστυχοι οι παλιοί τραγουδιστές, παρόλη την επιβλητικότητά τους, έφταναν στο σημείο ν’ αντικαθιστούν τους παλιούς ήρωες με τους νεόπλουτους νοικοκύρηδες, για να βγάλουν το ψωμί τους -γέροντες ψηλοί με μακριές γενειάδες, φαρδιά στήθη και γεροδεμένα χέρια να τρώνε σαν ζητιάνοι στην άκρη του δρόμου ή να μετρούν και να μοιράζονται λίγα νομίσματα...

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Άρχισαν. Κάτι ξέφυγε

και χάθηκε ασφυκτικά μες στο λιοπύρι.

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Δυο άντρες σέρνονταν ανάμεσα σε πτώματα. Ένας άλλος ερχόταν προς το μέρος τους. Τον έπιασαν. Μιλούσαν σιγά, κοφτερά. Ο ένας από τους δυο που σέρνονταν έβγαλε το σπαθί του. Ένα κεφάλι έπεσε στη σκόνη. Ύστερα μακελειό. Άλογα προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Στρατιώτες ξυπνούσαν και πάλευαν ν’ αρπάξουν τα όπλα απ’ την νύστα τους. Ένας δεν ξύπνησε καν. Τον σκότωσαν στον ύπνο. Ήταν ο Ρήσος, βασιλιάς της Θράκης –Κρίμα!- Το κεφάλι ήταν του Δόλωνα. Τα ερπετά: Οδυσσέας και Διομήδης. Πολιτικοί. Επαγγελματίες ψεύτες. Όταν δεν έκλεβαν περιουσίες, έκλεβαν συνειδήσεις. Παλιά υπόθεση η σαπίλα των ανθρώπων. Μόνο η τρέλα και το αλόγιστο θάρρος φέρνουν πού και πού μιαν αύρα απ’ τη μεριά του ευλογημένου σκότους...

. . . . . . . . . . . . . . . . .


Κάτι σαν φίδι γλίστρησε

στην ξύλινη ακτή της αντηλιάς...

. . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . γυμνή.

Τα χείλια της φεγγάρι πορφυρό.

Ανάμεσα στα πόδια της, πηγάδι όπου οι λέξεις

νερό και φύλλα τρεμάμενα γλυκά και βαθιά...

Βαθιά όσο που μούσκευαν οι ρίζες απουσία

κι έσταζαν σε τόπο φρικτό, κάτω απ’ τη γη

τρόμο απέραντο και αγωνία κι απελπισία.

Σπήλαια αμέτρητα. Άλλα πέτρα χιονισμένη

κι άλλα μέταλλο φλεγόμενο. Τριγύριζαν.

Κι άλλοι πάγωναν κι έπεφταν οι σάρκες τους

κι άλλοι καίγονταν κι άνοιγε το δέρμα τους

κι τρέχε ποτάμι το αίμα...

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Ερημιά. . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . .

ο υποσαχάριος γιος ενός ένδοξου ΧΕΙΜΩΝΑ

―δόλιο κατοικίδιο, χορτασμένο

ψόφια πλεονεξία : μια σταλιά

ξεδοντιασμένη λύσσα―

προσπαθούσε να τρομάξει την σκιά του,

τρομαγμένος απ’ την σκιά του: «Προπαντός

όχι βία. Ο τοκετός

ξεκινά αυθόρμητα, με κεφαλική προβολή,

απομακρύνει από το σώμα της Ιστορίας

το βιώσιμο έμβρυο, σαν περίττωμα.

Τι είναι αυτά. Τι είναι αυτά τα πράγματα.

Πόσες φορές η κυοφορούσα Ιστορία

δεν πέθανε στα χέρια αυτής

της γριάς επαρχιώτισσας μαμής;

Με την καισαρική τομή. . . . . .

Με την καισαρική τομή, λέγω,

αποφεύγονται οι πόνοι του τοκετού

(ολική ή μερική αναισθησία)

δεν τραυματίζεται ο θεσμός

του πατριωτικού αιδοίου

και ο κίνδυνος να πάθει κάτι το νεογέννητο

είναι πολύ μικρός. Πολύ φοβ[ού]μαι . . .

Πολύ φοβ[ού]μαι, λέγω,

πως το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων

ΔΕΝ αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας,

την πραγματική βάση, που πάνω σ’ αυτήν

υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό οικοδόμημα,

που σ’ αυτό αντιστοιχούν ορισμένες μορφές

της κοινωνικής συνείδησης,

αλλά ένα φάντασμα,

που είχε την ατυχία

να βρίσκεται στη Μόσχα το 1989...»

. . . . . . . . . . . . . . . . .


Ο ένδοξος Γουέλφος μετρούσε

στίχους και νομίσματα.

Τόσα χρυσά, τόσες τερτσίνες.

Σύνολο: τρεις κύκλοι αθλιότητας,

με 100% τόκο, ακόμα και Δόγης.

Κάπου-κάπου σήκωνε το κεφάλι.

Στην οροφή της κόλασης

φρέσκο του Περουτζίνο:

η τοκογλυφία αισθητική κατηγορία,

τουλάχιστον μέχρι να φτάσουν

οι μοντερνιστές και να γυρίσουν τα πάντα

ανάποδα: η αισθητική, τοκογλυφία,

σκουπίδια , σκουπίδια, ασύστατοι.

Το γεγονός πως δεν φοράτε μάσκες δεν σημαίνει

πως δεν θα πληρώσετε τις αμαρτίες σας

με τόκο, με τόκο...

. . . . . . . . . . . . . . . έχωνε

κανένα νόμισμα στο στόμα του

και προσπαθούσε ν’ απαγγείλει...

«Ne meo e amin i noa via...»

Άδικος κόπος. Στην πύλη,

η λύσσα ένοιωσε το ξύλο του κορμιού της

να δυσανασχετεί. Έβηξε και σκέφτηκε

πως εκείνη η περιβόητη στήλη άλατος

ήταν σίγουρα ο Λοτ.

«Ψέματα, ψέματα όλα»,

τσίριξε. «Το δέρμα

δεν το ρώτησε κανείς».

Ξαφνικά,

γύρισε και κοίταξε πίσω:

ένα κατάρτι και στη κορφή

ένα πήλινο πουλί

που έκρωζε: «Ψυχή!»

Η Αποστασία των Διανοουμένων





Οι Εναλλακτικές Εκδόσεις σας προσκαλούν την Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου, ώρα 19:00 στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Καραμπελιά:
Η Αποστασία των Διανοουμένων
Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
Βασίλης Καραποστόλης, καθ. Πανεπιστημίου
Σταύρος Λυγερός, δημοσιογράφος
Στάθης Σταυρόπουλος (Στάθης), σκιτσογράφος
και ο συγγραφέας του βιβλίου
στην αίθουσα Ρήγας Βελεστινλής (Ξενοφώντος 4, 6ος όροφος, πλ. Συντάγματος)

Σοδειά 14ο Τεύχος

 

σοδειά [τριμηνιαίο έντυπο για τη Λογοτεχνία]
ISSN 2241-2212

Δελτίο Τύπου
Σας ενημερώνουμε, ότι το τεύχος 14 του περιοδικού «Σοδειά», βρίσκεται ήδη στα σημεία διανομής όλης της χώρας.
Και αυτή τη φορά, η εκδοτική ομάδα επιδίωξε να παραδώσει στο τυπογραφείο ένα τεύχος κατά το δυνατόν υψηλών προδιαγραφών, με πλουραλισμό στην ύλη και υψηλής αισθητικής σχεδίασης. 
Με εκτίμηση
Η Εκδοτική Ομάδα

 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
 
ΤΕΥΧΟΣ 14 [Δεκέμβριος 2012 – Φεβρουάριος 2013]
04 [άρθρο-μελέτη] Το κάτοπτρο του Φασισμού της Νίκης Ηλιοπούλου
07 [πεζό] Το μάτι της Κασσάνδρας Αλογοσκούφη
08 [κινηματογράφος] Its a Wonderful LifeF.Capra κριτική από τον Γιώργο Ρούσσο
11 [πεζό] Ένα μπλουζ που δε γράφτηκε του Ματθαίου Ματθαιάδη
12 [διήγημα] Η Μάρθα και ο Πέτρος της Θεοδώρας Τζόκα
14 [διήγημα] Ο Ιπποπόταμος και η Δυσδαιμόνα της Μαρίας Ροδοπούλου
16 [μικρή ιστορία] Μια καρδιά στο χιόνι της Δήμητρας Σταυράκη
19 [παραμύθι] Εσκεμμένα ατελές της Ματίνας Αναγνωστοπούλου
21 [σατυρογράφος] Τι δεν καταλαβαίνεις; του Ζιζανίου
22 [ανθολογία ελλήνων ποιητών] Βρεττάκος, Σικελιανός, Βάρναλης. - [σ]
24 [ποιητικός λόγος] 12 ποιήματα των: Θοδωρή Βοριά, Γιάννη Τόλια, Αθανάσιου Πάσχου, Δημήτρη Δικαίου, Ελένης Κοφτερού, Αλέξανδρου Σάντο, Νίκου Σφαμένου, Μαρίνας Κουτσογιάννη, Νικόλαου Κυριακίδη, Ευαγγελίας Πατεράκη, Αλέξανδρου Κατσούδα, Τζένης Κουφοπούλου.
30 [μεταφράσεις] a.Aad - b.Abdollahi - c.Castera του Babak Sadegh Khanjani
31 [βιβλίο] Νέες Εκδοτικές Απόπειρες - Χειμώνας 2012-13: Dead End Ν.Γ Λυκομήτρος [εκδ.Vakxikon] Έρως Ονειρευόμενος Αθανάσιος Πάσχος [εκδ.Γαβριηλίδη]Η εμμηνόπαυση της ύαινας Φίλιππος Αγγελής [εκδ.Περίπλους]Το τετράδιο της Μάγια Ιζαμπέλ Αλιέντε [εκδ.Ωκεανίδα]Αντικουλτούρα Χουάν Κάρλος Κρέιμερ [εκδ.Γνώση] Αναρχισμός Μάρκος Μάγερ [εκδ.Γνώση]Η ομορφιά της Λίστας Ουμπέρτο Έκο [εκδ.Καστανιώτη]70 ερωτικά W.R.Yeats [εκδ.Εστία]Το παλάτι Άνταμ Ουίλλιαμς [εκδ.Ωκεανίδα].

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Czesław Miłosz


Το τραγούδι του τέλους του κόσμου


Τη μέρα του τέλους του κόσμου πετάει μια μέλισσα
Πάνω απ'τα κάρδαμα των Καπουτσίνων .
Μπαλώνει ο ψαράς τα δίχτυα του ,
Πηδούν στη θάλασσα τα χαρούμενα δελφίνια .
Τα νεαρά σπουργιτάκια τιτιβίζουν στις υδρορροές
Και το φίδι κατέχει το χρυσό του δέρμα , που έτσι κι αλλιώς του ανήκει .
Τη μέρα της συντέλειας του κόσμου ,
Περπατούν οι γυναίκες κάτω
Από τις ομπρέλες του ήλιου ,
Κι ο μεθυσμένος κοιμάται κάπου στην άκρια του γρασιδιού
Και οι οπωροπώλες διαλαλούν στους δρόμους τα εμπορεύματά τους
Κι η βάρκα με τα κίτρινα πανιά τριγυρνάει το νησί
Κι ο ήχος του βιολιού κρέμεται στον αέρα
Και των αστεριών η πορεία περνάει από δίπλα μας ,
Μα αυτοί που σκέφτονταν βροντές κι αστραπές
Σίγουρα απογοητεύτηκαν ,
Καθώς κι εκείνοι που ανάμεναν
Σήματα αρχαγγέλων δέχονται πια πως δεν συνέβη
Εκείνο που ανάμεναν .
Κι όσο κανείς ήλιο και φεγγάρι πάνω του θωρεί
Κι οι σκούρκοι στα ρόδια περπατούν
Κι όσο τα γαλαζοαίματα παιδιά γεννιούνται
Κανένας δεν πιστεύει
Πως έχει αυτό συντελεστεί .
Μόνο ο γκριζόμαλλος γέρος ,
Που θα μορούσε προφήτης να είναι ,
Μα δεν είναι ,
Αφού άλλο να κάνει έχει ,
Δηλώνει δένοντας ντομάτες :
Μια άλλη συντέλεια του κόσμου δεν θα υπάρξει ,
Μια άλλη συντέλεια του κόσμου δεν θα ξανάρθει !


Μετάφραση : Σωτήρης Ε. Γυφτάκης
λεξίτυπον 2007 


Σκίτσο : Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος

 

  Piosenka o końcu świata

       
      W dzień końca świata
      Pszczoła krąży nad kwiatem nasturcji,
      Rybak naprawia błyszczącą sieć.
      Skaczą w morzu wesołe delfiny,
      Młode wróble czepiają się rynny
      I wąż ma złotą skórę, jak powinien mieć.W dzień końca świata
      Kobiety idą polem pod parasolkami,
      Pijak zasypia na brzegu trawnika,
      Nawołują na ulicy sprzedawcy warzywa
      I łódka z żółtym żaglem do wyspy podpływa,
      Dźwięk skrzypiec w powietrzu trwa
      I noc gwiaździstą odmyka.
      A którzy czekali błyskawic i gromów,
      Są zawiedzeni.
      A którzy czekali znaków i archanielskich trąb,
      Nie wierzą, że staje się już.
      Dopóki słońce i księżyc są w górze,
      Dopóki trzmiel nawiedza różę,
      Dopóki dzieci różowe się rodzą,
      Nikt nie wierzy, że staje się już.
      Tylko siwy staruszek, który byłby prorokiem,
      Ale nie jest prorokiem, bo ma inne zajęcie,
      Powiada przewiązując pomidory:
      Innego końca świata nie będzie,
      Innego końca świata nie będzie.

Ocalenie, 1945

wiersze.doktorzy.
 

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Γιάννης Τσαρούχης



ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΡΕΝΟΥΑΡ

1972 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Λάδι σε χρυσωμένο ξύλο ( Ιδιωτική συλλογή )

Με της τετραφωνίας τη χαρά που ανθίζει απότομα
ένα πρωί σα λουλούδι που στάζει μέλι στα χρόνια των
παιδιών , με το βύθος που ρίχνει στις ψυχές το χρυσο -
ρουμπινί πουλί και το κουκουνάρι του δέντρου των Χρι -
στουγέννων , με τα γαλαζοπράσινα λεμόνια και τις πε -
ταλούδες του δέντρου , με τα λευκά μπαμπάκια των πε -
θαμένων και των ζωντανών , με τις κούνιες και τα τριαν -
τάφυλλα , με τη θάλασσα που είναι δίπλα στον ουρανό σα
σκέψις , με τις κιθάρες που ανακαλύπτουν τα μαθηματι -
κά μέσα στο κουρείο , με τις μελαχρινές σημειώσεις που
παίρνει κάθε ψυχή ζεστή με μελανί μολύβι , με την κάθε
λογής χάντρα , πρασινόχρυση , χρυσοκίτρινη και χρυσο -
ρουμπινένια και χρυσολουλακιά , με το βάθος της από -
λυτης ευτυχίας , με το εξόγκωμα της απόλυτης πίστης ,
με το γάλα στα χείλη , με τη βαθύτητα του μωρού που
βυζαίνει , με το φιλοσοφικό τέλειο μετεωρισμό της γυ -
ναίκας που θηλάζει , με το μέλι της βιολέτας , με την
σκόνη της πεταλούδας , με τον αργό καπνό της ψυχής , 
τον παχύ πηχτό και ατέλειωτο , με τις υδραυλικές εμφα -
νίσεις των μηρών , με τα συμφωνικά χυσίματα της κό -
μης , με την αστραπή της κοιλιάς , με τον εσπερινόν αέρα
του γυμνασιόπαιδος , με το λαιμό του πουκαμίσου , με το
χώμα του κήπου , με τις μυρωδιές του δυοσμαρί και
των σαλιγκαριών , με την θερμή αιωνιότητα των πήλι -
νων αγαλμάτων της ταράτσας , με της κόρης το άλυτο
μυστικό .
΄Οταν οι θεοί επιτρέψανε να βυθιστεί ο άνθρωπος σε
κάθε βαθιά σκιά ευτυχίας μαύρης και κόκκινης και κίτρι -
νης , όταν δέσανε με χρυσάφι κάθε φως για να μη φύγει , 
όταν στερεώσανε τη σάρκα στο θρόνο της ψυχής , όταν
βάλανε το δίχτυ της ψυχής κάτω από τα παιχνίδια της
σάρκας για να μην πέσει και χτυπήσει , όταν φτάσανε
μ'ένα πιάσιμο την ανατολή με τη δύση σαν σφυρί με το
δρεπάνι , όταν το εκατόφυλλο τραντάφυλλο επροσκυνήθη -
κε σαν σύμβολο της ψυχικής εξάψεως που είναι πνοή και
ορμή και θαύμα και σπίρτο και δροσερή φλόγα αθάνατη .
΄Οταν εμεγάλωσε η κοιλιά των βυζαντινών και άνοι -
ξε το αιδοίο της πίστεως σαν αρμονικό σκατό , όλες οι
μουσικές , όλες οι μουσικές ζωντανές και ζεστές με το
απεριόριστο μέλλον , η μουσική της Πολωνίας , η μου -
σική της άπω Γαλλίας , και άπω Γερμανίας , της Αγγλίας , 
της Ισπανίας , του Θιβέτ , των Θηβών , της Μεσσηνίας , 
της Ολλανδίας και του Τυρόλου , και όλες αυτές οι μου -
σικές που πέσανε φυσιολογικά από την κοιλιά των βυζαν -
τινών άρχισαν να χαμογελούν με την αθωότητα του υψω -
μένου πέους και να ενώνονται από δυοσμαρί στο
χώμα σαν τις βαθιές μυρωδιές του περιβολιού , σαν το
φεγγάρι που νύχτα και μέρα μένει πάνω από κάθε παιδί
που το κοιτά όπου και να βρίσκεται το παιδί . Θαυμάσιε
χωρισμέ που ενώνεις , απαίσια ένωση που σκοτώνεις το 
μίσχο που ανθίσανε σαν καλαθίσκοι όλοι οι άνθρωποι ,
αυτοί που έρχονται κι αυτοί που φεύγουν .

1937

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1934-1937
ΑΓΡΑ
σ . - 90 , 91 -