Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Владимир Ильич Ленин :Εξουσία και λεφτεριά !... ( 2.4.1870-21.1.1924 )







Το ποίημα αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε το 1946 .
Ο Λένιν το έγραψε το 1907 , όταν βρισκόταν στην
Φινλανδία . Το ποίημα αναφέρεται στην τρομοκρατία
που επακολούθησε μετά την ήττα της επανάστασης
του 1905 .
Αν και γραμμένο σε τόνο έμμετρης προκήρυξης , το
ποίημα έχει μεγάλη αξία ως ντοκουμέντο .
  

΄Ηταν μια θυελλώδικη χρονιά . Οι λαίλαπες πετούσαν πάνω
Απ' ολάκερη τη χώρα . Τα σύννεφα αποτραβιούνταν ,
Η θύελλα χυμούσε πάνω μας και το χαλάζι κι οι βροντές .
Οι λαβωματιές έχασκαν στους κάμπους και τα χωριά
κάτω απ' τα χτυπήματατης γήινης μάστιγας . 
Οι κεραυνοί αναφλέγονταν , οι αστραπές διπλασίαζαν τη βία τους .
Η ζέστη έκαιγε ανελέητα , τα στήθια καταθλίβονταν
Κι η αντανάκλαση των πυρκαιών
Φώτιζε τα βουβά σκοτάδια των άναστρων νυχτών .

Τα στοιχεία κι οι άνθρωποι είχαν αναποδογυριστεί ,
Οι καρδιές καταπιέζονταν από μια σκοτεινή ανησυχία ,
Τα στήθια λαχανιάζανε μέσα στην αγωνία ,
τα στεγνά στόματα κλείνανε .

Οι μάρτυρες χάθηκαν κατά χιλιάδες μέσα στις ματωμένες τρικυμίες, Μα δεν υπόφεραν μάταια τις όδύνες τους και το αγκάθινο στεφάνι ,
Στο βασίλειο της ψευτιάς και των σκοταδιών , ανάμεσα στους
υποκριτές σκλάβους ,
Περάσανε καθώς πυρσοί του μέλλοντος .

Με πύρινο σημάδι , μ' ανεξάλειπτο σημάδι ,
Χαράξανε μπροστά μας την οδό του μαρτυρίου ,
Και πάνω στο χάρτη της ζωής , τυπώσανε τη σφραγίδα του αίσχους
Πάνω στο ζυγό της σκλαβιάς και την ντροπή των αλυσίδων .

Το κρύο φύσηξε . Τα φύλλα πέφταν μαραμένα
Και στροβιλίζονταν σ' ένα μακάβριο χορό , ανεμοπαρμένα .
΄Ηρθε το φθινόπωρο ,γκρίζο και σάπιο ,
Δακρύζοντας από βροχή , βουλιάζοντας στη μαύρη λάσπη .

Κι έγινε η ζωή για τους ανθρώπους άχαρη και μισητή .
Η ζωή κι ο θάνατος τους ήτανε το ίδιο ανυπόφορα ,
Δίχως ανάπαυλα τους κατατρώγανε η αγωνία κι η οργή .
Οι καρδιές τους , καθώς τα σπίτια τους , ήταν ψυχρές , άδειες
και σκοτεινές .

Και ξάφνου , η ΄Ανοιξη ! ΄Ανοιξη μέσα στο σάπιο φθινόπωρο ,
Κατέβηκε σε μας , ωραία και φωτεινή ,
Σα δώρο τ' ουρανού στην άθλια και θλιμμένη χώρα
Σαν αγγελιαφόρος ζωής , η κόκκινη ΄Ανοιξη !

Κάποια άλικη αυγή , σάμπως μαγιάτικο πρωί ,
Σηκώθηκε στα σκοτεινά και λυπημένα ουράνια
Ο κόκκινος ήλιος , σπιθοβολώντας , με το ξίφος των αχτίνων του
Τρύπησε τα σύννεφα και το σάβανο της ομίχλης σκίστηκε .

Καθώς το φως του φάρου στην άβυσσο του κόσμου
Καθώς η φλόγα της θυσίας πάνω στης φύσης το βωμό ,
Αναμμένη για την αιωνιότητα απ' άγνωστο χέρι ,
Τους κοιμισμένους λαούς τραβούσε προς το φως .

Κόκκινα τριαντάφυλλα από το φλογισμένο αίμα γεννήθηκαν
Λουλούδια πορφυρά , κι ανθίσανε 
Και πάνω στους λησμονημένους τάφους
Πλέχτηκαν σε στεφάνια δόξας .

Πίσω απ' τό ΄Αρμα της Λεφτεριάς ,
Και κραδαίνοντας την κόκκινη Παντιέρα ,
Τα πλήθη σαν ποτάμια τρέχανε
Καθώς την άνοιξη ξυπνάνε τα νερά .

Τα κόκκινα λάβαρα έπαλαν παραταγμένα ,
Ο ιερός ύμνος της λεφτεριάς υψώθηκε ,
Κι ο λαός τραγουδούσε με δάκρυα αγάπης ,
΄Ενα πένθιμο εμβατήριο για τους μάρτυρές του .

Ο λαός ήταν χαρούμενος ,
Η καρδιά του ξεχείλιζε από ελπίδες κι όνειρα ,
΄Ολοι πιστεύαν στη λεφτεριά που έρχονταν ,
΄Ολοι , από τον φρόνιμο γέρο μέχρι τον έφηβο .

Αλλά το ξύπνημα ακολουθεί αμέσως ο ύπνος ,
Η πραγματικότητα είναι ανελέητη
Κι η μακαριότητα των ονείρων και της μέθης
Από μια μικρή διάψευση ακολουθιέται .

Οι σκοτεινές δυνάμεις είχαν ταμπουρωθεί στη σκιά ,
΄Ερποντας και σφυρίζοντας μέσα στη σκόνη . Καρτερούσαν .
Και ξάφνου βύθισαν τα δόντια τους και τα μαχαίρια τους
Στη ράχη και τις φτέρνες των γενναίων .
Οι εχθροί του λαού με τα λερά στόματά τους .

Πίνανε το ζεστό και καθάριο αίμα ,
΄Οταν οι αθώοι φίλοι της λεφτεριάς ,
Από επίπονες πορείες εξαντλημένοι
Αιφνιδιάστηκαν άοπλοι και κοιμισμένοι .
Φύγανε οι μέρες του φωτός
Μια ατέρμονη και καταραμένη σειρά από μαύρες μέρες πήρε τη θέση
Το φως της λεφτεριάς κι ο ήλιος σβήσανε .
Μια φιδίσια ματιά απειλεί στα σκοτάδια .
Οι ξετσίπωτες δολοφονίες , τα προγρόμ , η λάσπη των καταδόσεων
Κηρύχτηκαν πράξεις πατριωτισμού
Και το μαύρο κοπάδι αγάλλεται
με αχαλίνωτο κυνισμό,
Πιτσιλισμένο από το γαίμα των θυμάτων του γδικιωμού ,
Που σκοτώθηκαν μέ δόλιο χτύπημα
Δίχως λόγο , ανελέητα , 
Γνωστά και άγνωστα θύματα .

Μες στους ατμούς του αλκοόλ , βλαστημώντας , δείχνοντας τη γροθιά
Με τα μπουκάλια της βότκας στα χέρια , τα πλήθη των αλητών
Τρέχουνε σάμπως κοπάδι χτηνών ,
Κουδουνίζοντας τη μονέδα της προδοσιάς
Και χορεύουν το απάχικο χορό .

Μα ο Γεμέλια ο δύστυχος ηλίθιος ,
Που έγινε πιο ανόητος και φοβισμένος απ' τις βόμβες , τρέμει σαν το ποντίκι
Και βάζει κατακόρυφα στο πέτο του
Το σήμα των εκατό Μαύρων .

Το πένθιμο γέλιο της κουκουβάγιας και του μπούφου
Στη σκοτεινιά των νυχτών αντιλαλεί , αγγέλοντας το θάνατο
της λεφτεριάς και της χαράς ,
Κι ένας σκληρός χειμώνας με τη χιονοθύελλα
΄Ηρθε απ' το βασίλειο των αιώνιων πάγων .
Με τα πυκνά του χιόνια , όμοια με σάβανο λευκό ,
Τύλιξε τη μεγάλη χώρα .
Αλυσοδεμένος την άνοιξη στις αλυσίδες του πάγου
Ο κρύος δήμιος τη σκότωσε πρόωρα .

Καθώς λεκέδες λάσπης παρουσιάζονται εδώ και εκεί
Οι μικρές μαύρες ίσμπες των άθλιων χωριών θαμμένες μες στα χιόνια .
Η πείνα με τη μιζέρια και τ' ωχρό κρύο
Τρυπώνουνε παντού στις μολεμένες κατοικίες .

Μεσ' απ' τον ατέλειωτο χιονισμένο κάμπο ,
Μεσ' απ' τις χωρίς όριο και μέτρο στέπες ,
΄Οπου το καλοκαίρι ο καυτός άνεμος φέρνει μια λαύρα ,
Οι άγριες χιονοθύελλες πηγαινοέρχονται σαν άσπρα αρπαχτικά πουλιά .

Οι λυσσασμένες χιονοθύελλες ουρλιάζουν και στενάζουν ,
Το τεράστιο χέρι τους αδιάκοπα ρίχνει το χιόνι με αναρίθμητες φουχτιές .
Τον ύμνο του θανάτου τραγουδάνε ,
Καθώς τον τραγουδούσανε στους περασμένους αιώνες .

Σαν άγριο και μαλλιαρό θεριό η τρικυμία ουρλιάζει ,
Χυμώντας σ' ό,τι κρατάει κάποια σταγόνα ζωής ,
Και με πάταγο πετάει σα φίδι τρομερό και φτερωτό ,
Για να σβήσει από το πρόσωπο της γης κάθε χνάρι ζωής .

Τα δέντρα λυγίζει , τα δάση τσακίζει ,
Το παγωμένο χιόνι σωριάζει στα βουνά .
Μες τις φωλιές τους εκρύφτήκαν τα θεριά .
Τα μονοπάτια ξαφανίστηκαν κι ο ταξιδιώτης χάνεται δίχως ν' αφήσει ίχνος .

Τρέχουνε λύκοι πεινασμένοι , λυσσασμένοι ,
Στα ίχνοι της τρικυμίας πλανιούνται ,
Τη λεία άγρια μεταξύ τους αποσούνε ,
Κι ουρλιάζουν στη σελήνη κι ό,τι ζει τρέμει από φόβο .

Η κουκουβάγια γελά , τ' άγριο λέσι τα χέρια χτυπά.
Οι μαύροι δαίμονες μεθυσμένοι γυρίζουν σα σίφουνας
Και κροταλούν τ' άπληστα χείλη τους : οσμίζονται ένα μεγάλο προγκρόμ
Και προσμένουν το ματωμένο σινιάλο .

Πάγος παντού και θάνατος όλα εείναι παγωμένα .
Κάθε ζωή φαίνεται σβησμένη ,
Ολάκερος ο κόσμος μοιάζει σαν κοινός και μοναδικός τάφος .
Καμιά σκιά λέφτερης και φωτεινής ζωής .

Μα για να θριαμβεύσει η νύχτα στη μέρα είναι ακόμα πολύ νωρίς ,
Για να γιορτάσει ο τάφος τη γιορτή του της νίκης πάνω στη ζωή ...
Η σπίθα επωάζεται ακόμα κάτω από τις στάχτες
Η ζωή θα την αναζωογονήσει με την πνοή της .

Το λουλούδι της λεφτεριάς σπασμένο και ατιμασμένο ,
Συνθλίφτηκε και χάθηκε για πάντα .
Οι Μαύροι διασκεδάζουν βλέποντας τον κόσμο του φωτός τρομαγμένο ,
Μα ο καρπός αυτού του λουλουδιού χάθηκε κιόλας στη γενέθλια γη
Στα σωθικά της μάνας , ο θαυμάσιος σπόρος
Μυστηριώδης κι αόρατος συντηριέται .
Θα τραφεί απ' τη γη , θα ζεσταθεί μες τη γη ,
Για να ξαναγεννήσει μια καινούργια ζωή .

Θα φέρει το φλογερό σπέρμα της καινούργιας λεφτεριάς ,
Θα λυώσει την κρούστα του πάγου , θα την τσακίσει ,
Θα μεγαλώσει , και γιγάντιο δέντρο , τον κόσμο θα φωτίσει με το κόκκινο φύλλωμά του ,
Τον κόσμο ολάκερο , και θα μαζέψει όλους τους λαούς στη σκιά του .

Στα όπλα , αδέλφια ! η ευτυχία είναι κοντά !
Κουράγιο ! Στη μάχη ! Μπροστά !
Ξυπνήστε τα μυαλά σας ! Διώξτε απ' τις καρδιές σας τον άνανδρο
και δουλικό φόβο !
Σφίξτε τις γραμμές σας ! ΄Ολοι μαζί ενάντια στους τυράννους και τ' αφεντικά !
Ο κλήρος της νίκης στα στιβαρά σας χέρια βρίσκεται εργαζόμενοι !
Κουράγιο ! Της δυστυχίας ο καιρός γρήγορα θα περάσει !
Σαν ένας μόνο σηκωθείτε ενάντια στους καταπιεστές της λεφτεριάς!
Η άνοιξη θά'ρθει ... Ζυγώνει ... ήρθε κιόλας ,
Η τόσο ωραία , ποθητή κόκκινη λεφτεριά βαδίζει προς εμάς !

Αυταρχία ,
Εθνικισμός ,
Ορθοδοξία ,
Αποδείξανε σίγουρα
Τις υψηλές τους αρετές : 
Στ ' όνομά τους μας χτυπούσαν , χτυπούσαν , χτυπούσαν ,
Δέρνανε τους μουζίκους μέχρις αίματος ,
Τους σπάγανε τα δόντια ,
Θάβανε τον άνθρωπο αλυσοδεμένο στα κάτεργα ,
Τον πλιατσικολογούσαν και τον σκότωναν ,
Για καλό μας κατά το νόμο ,
Για τη δόξα του Τσάρου και τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας .
Οι υπηρέτες του Τσάρου ποτίζανε τους δημίους του ,
Οι φαντάροι του κερνούσαν τ' αρπαχτικά του κοράκια
Με τη βότκα του Κράτους και το αίμα του λαού .
Πότιζαν τους δημίους του
Θρέφανε τ' αρπαχτικά του κοράκια
Με τα κουφάρια των ρέμπελων σκλάβων και με τα κουφάρια των πειθήνιων και πιστών σκλάβων .

Οι υπηρέτες του Χριστού με προσευχή θερμή
Μ' αγίασμα ποτίζανε των αγχωνών το δάσος .
Ουρρά ! Ζήτω ο Τσαρος μας ,
Με τη θηλειά του , την καλοσαπουνισμένη και ευλογημένη !
Ζήτω ο σμπίρος του Τσάρου ,
Με το μαστίγιο , τη σπάθα του και το τουφέκι του !
Σ' ένα ποτηράκι βότκα
Πνίξτε τις τύψεις σας φαντάροι !
Στα γυναικόπαιδα γενναίοι , πυροβολήστε !
Σκοτώστε όσο πιο πολλά αδέλφια σας μπορείτε ,
Για ν' απολάψει ο πατερούλης .

Κι αν ο πατέρας σου πέσει κάτω απ' τα βόλια σου ,
Ας πνιγεί στο αίμα του , που χύθηκε απ' το χέρι του Κάιν !
Αποχτηνωμένος απ' τη βότκα του Τσάρου
Σκότωσε τη μάνα σου ανελέητα !

Τι θα φοβόσουν ;
Δεν έχεις μπροστά σου τους Γιαπωνέζους .
Είναι μονάχα οι συγγενείς σου , οι δικοί σου .
Κι είναι ολότελα άοπλοι .

Μια διαταγή σας δόθηκε υπηρέτες του Τσάρου .
Σιωπή στις γραμμές ! Κρεμάστε , σφάχτε , πυροβολήστε , πατήστε με τ' αλογά σας !
Σ' ανταμοιβή των κακουργημάτων σας θα ' χετε μετάλλια και σταυρούς ...
Θάστε όμως καταραμένοι στους αιώνες , Γιούδες !

Λαέ , δώσε το τελευταίο σου πουκάμισο
Γρήγορα , γρήγορα ! βγάλτο !
Το τελευταίο σου καπίκι πιες ,
Πέσε και σκάσε για τη δόξα του Τσάρου !
Να ' σαι χαμάλικο ζώο σαν άλλοτε ! αιώνιος σκλάβος ,
Τα δακρυά σου σκούπισε με το μανίκι σου
Και χτύπα το έδαφος με το κουτελό σου !

Ω λαέ , πιστέ , ευτυχισμένε ,
Από τον Τσάρο μέχρι θανάτου αγαπημένε ,
Υπόφερέ τα όλα και υπάκουε σαν άλλοτε ...
Και φωτιά ! μαστίγιο !... χτυπήστε !...
Θεέ , προστάτευε το λαό
Τον δυνατό και μεγαλοπρεπή !
Ας κυριαρχήσει ο λαός μας , που κάνει τους τσάρους να ιδρώνουν από φόβο !

Με το άδοξο κοπάδι του
Ο Τσάρος μας αφήνιασε ,
Με το σκυλολόι του τούς περιφρονεμένους υπηρέτες
Το τσούρμο των λακέδων που γιορτάζει
Χωρίς να πλύνει τα ματωμένα χέρια του .
Θεέ , προστάτευε το λαό
Στη διάρκεια των σκοτεινών ημερών !
Κι εσύ λαέ προστάτευε την Κόκκινη Σημαία !

Κατα πίεση δίχως όρια !
Μαστίγιο της αστυνομίας !
Δικαστήρια με συνοπτικές διαδικασίες ,
Καθώς οι μυδραλλιοβολισμοί !

Τιμωρίες και τουφεκισμοί ,
Φριχτό δάσος από κρεμάλες ,
Για να τιμωρήσουν τις ανταρσίες σας !

Γεμάτες είναι οι φυλακές ,
Οι εξόριστοι υποφέρουν δίχως τελειωμό ,
Σκίζουν τη νύχτα οι πυροβολισμοί .
Οι γύπες χόρτασαν
Ο πόνος και το πένθος
Απλώνονται στη γενέθλια γη .
Ούτε μια οικογένεια
Που να μην πονεί !

Γιόρτασε , με τους δημίους σου ,
Δεσπότη , το ματωμένο σου τσιμπούσι ,
Φάε , Βαμπίρ , τη σάρκα του λαού
Με τ' αχόρταγα σκυλιά σου !

Σπείρε , δεσπότη , τη φωτιά !
Τέρας ! πιες το αίμα μας
Σηκώσου , Λεφτεριά !
Κυμάτισε , Κόκκινη σημαία !

Εκδικηθήτε , τιμωρήστε ,
Βασανίστε μας μια τελευταία φορά !
Η ώρα της τιμωρίας είναι κοντά !
Το δικαστήριο φτάνει . Ξερετέ το !
Για τη λεφτεριά
Θα πάμε στο θάνατο , στο θάνατο ,
Θα πάρουμε την εξουσία και τη λεφτερια
Κι η γη θ' ανήκει στο λαό !

Μέσα στην άνιση μάχη
Θα πέσουν θύματα αναρίθμητα !
Κι όμως θα βαδίσουμε μπροστά ,
Προς την πολυπόθητη λεφτεριά !

Εργάτη , μπροστά !
Πάνε οι στρατοί σου στη μάχη
Για τη λέφτερη δουλειά .
Λάμπουνε οι ματιές τους απειλητικά .

Βάρα μέχρι τα ουράνια ,
Αιώνιο σήμαντρο της δουλειάς !
Χτύπα σφυρί , χτύπα πάντα !
Ψωμί ! Ψωμί ! Ψωμί !

Εμπρός , εμπρός χωρικοί !
Δεν μπορείτε να ζείτε δίχως γη .
Οι άρχοντες θα σας ποδοπατάνε ,
Θα σας καταπιέζουν για πολύ :

Εμπρός , εμπρός σπουδαστές !
Πολλοί από σας θα θεριστούνε στον αγώνα .
Ταινίες κόκκινες θα σκεπάσουν
Τα φέρετρα όσων πέσουν !

Εμπρός , εμπρός πεινασμένοι !
Εμπρός , καταπιεσμένοι !
Εμπρός ταπεινωμένοι ,
Προς τη λέφτερη ζωή !

Ντροπή μας είναι ο ζυγός
Των χτηνών που βασιλεύουν .
Ας διώξουμε απ' τις τρύπες τους τούς ποντικούς !
Στη μάχη προλετάριε !

Κάτω όλες οι δυστυχίες !
Κάτω ο Τσάρος και ο θρόνος του !
Η αυγή της έναστρης λεφτεριάς
Λάμπει κιόλας και τη φλόγα της σκορπά !

Οι αχτίνες της ευτυχίας και της αλήθειας
Φαίνονται στα μάτια του λαού .
Ο ήλιος της λεφτεριάς
Θα μας φωτίσει μεσ ' από τη συννεφιά .

Στο συρφετό του Τσάρου ,
<< Κάτω τα χέρια , στο διάβολο ! >>
Θα πει η δυνατή φωνή της καμπάνας
Δοξάζοντας τη λεφτεριά .

Θα καταστρέψουμε τους θόλους των φυλακών .
Η δίκαιη οργή βροντά
Της απελευθέρωσης η σημαία
Τους μαχητές μας οδηγά .

Βασανιστήρια κι Οχράνα ,
Μαστίγιο και κρεμάλα κάτω !
Ξέσπασε μάχη των ελεύθερων ανθρώπων !
Θάνατος στους τυράννους !

Σύρριζα ας ξεριζώσουμε
Την εξουσία της αυταρχίας.
Να πεθαίνεις για τη λεφτεριά είναι τιμή ,
Να ζεις μέσα στις αλυσίδες , ντροπή !

Ας νικήσουμε τη σκλαβιά ,
Της υποδούλωσης την ντροπή .
Ω δώσε μας λεφτεριά
Την ανεξαρτησία και τη γη !

Μετάφραση : ΑΛΕΚΟΥ ΚΑΙΡΗ

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

΄ Εκτωρ Κακναβάτος





CYΜΦΩΝΙΑ Νο 1




Ι .


Τωρα που το ποιημα

του Υμηττού χαιρεταει

τα μενεξεδενια φτερα

της Αλκυονας Αιγινας

που καταφιλουνε τη θάλασσα

τη θαλασσα ,

η σπονδή μου ετοιμαζεται

ωραια κι αγνη

σαν τον ισκιο Αττικου αμφορεα !





ΙΙ .



Ετσι ! Λαβωμενος απ το φως ,

με σκονισμενα τα μαλλια

απ τη μαρμαρυγη της νυχτας ,

Ασταρτη θα ερθω ...

Α ! .. τα ποταμια θα πεθαινουν

στ ασημενια καλαμια

στις σβυσμενες οχθες ... κι εγω

τι να πω που να μη

σχισει το ροδαλο πτιλωμα

της παιδουλας αυγης ;

Ακομη ... θα προσευχομαι

στο αιμα μου που

απ τη φωτοπληγη ανεβαινει

σε θρομβους  πορφυροφωτους

επανω ... ως τα ροδα ! ..

Ακομη ... εγω που φοβουμαι

οχι την ευγενεια των φθογγων

οχι τις θλιβερες σονατες

ουτε την τιμωρια

του λυπημενου Αρχαγγελου

που περασε τους πρωινους κηπους

μα μηπως δεν εύρω

στην ερημη κοιλαδα τους αυλους .

Τους αυλους που κειτονται

χωρις στα κοιλα τους σωματα

να ρεουν χρυσα ελεγεια ...

Ετσι ...λαβωμενος απ το φως

ω Ασταρτη θα ερθω ...





ΙΙΙ .



Ασταρτη ... ω αυτη την ωρα

τα μαλλια σου

ας κυριεψουν τα ματια μας ! ..

Να μην έδιωχνες ας ηταν ,

τα κυπελλα που ολοχρυσα

σου φερνουν ν αγαπησεις

τον ποθο μας .

Και ναναι στ αποκρημνα

τα μετωπα μας εσυ

τον ουρανο να κρεμασεις

και τη λευκή κραυγη

της τρισευγενης αμυγδαλιας

θριαμβικο δορυ

δορυ στου χειμωνα μας

τα θυμωμενα καστρα καρφωμενο

Ασταρτη να κρατας ! ..



Ετσι ! λαβωμενος απ το φως

ω καμε ως την καρδια

του ωκεανου να φουσκωσει

τουτη μου η πληγη

περα ως περα

ως εκει που τα κυπαρισσια

την χρυσασπρη πεδιαδα φιλουνε

και δυουν οι ρομφαιες

που τις αγαπουμε και

που ως τα σπλαχνα του θανατου

μας πανε και πανε ! ..
































 
IV .





Να που τώρα πρεπει

φορωντας τον κόκκινο χιτωνα

της επαναστασης

να που τωρα πρεπει

πατώντας την ολοχρυση κρουστα

της ηλιοσταχτης

τη σποδο τη σποδο του Φαεθωνα

να γυρευω ...

Και αυτα τα λουλουδια

που ασπιδα κράτησα

στου βαρβαρου κριου τις κουτουλιες

ετσι που μέσα στα φτερα

των περιστεριων τα φερνω

να τα θαψω πρεπει μεσα στο φως !

Ποσο αιμα να μου στοιχισει ,

ποσο αιμα ! ..





V .



Α ! .. που ειναι οι βοστρυχοι του Απολλωνα

καθαρο χρυσαφι .

Οι γαλαζιες πυλες της πρωιας

που ανοιξαν

να περασουν οι θαλασσες .

Τα δαχτυλα της χλοης

που ναβλυζουν απ τη γη ,

τα οστρακα που τη βοη

του πρασινου πέλαου

λενε και λενε στο βαθος τους .

Το χρυσο αμαξι της μεσημβριας

που σταματησε

στον κουρεμενο καμπο

ξεζεμενο τα ξανθα του αλογα ...

Τι ησυχια ... ησυχια ...

Που ειναι η φαλαγγα των πλοιων

που ειδαν καινουργια αστρα

στις κρυες νυχτες των πολων ;



Οχι ! τωρα που στης Αιτνας

τα κοκκινα ρειθρα θα λουστω

οχι , ας μην στρεψουν το προσωπο

οι κρινοι και οι αγγελοι

καθως γυμνος σαν μαχαιρι

θα παλλομαι στα κοκκινα θουρια ! ...

Μη δεν ειναι στους βραχους μας

θρυψαλα η λυρα του Ορφεα

μη δεν ρουφηξε θανασιμα

η θυμωμενη μας γη

του Ιησου το αίμα ;





VI .



Κι εγω που , ω χαρα μου ,

το φως τοσο αγαπησα

οσο μεσα στα ανθη κρυβεται

σε σταλαματιες

οσο κορφες ρων αλπεων

μετεωρο κρεμεται

κι οσο στα μετωπα των Θεων

σαν λεπιδι γλιστραει

κι εγω λαβωμενος απ το φως

Ασταρτη , φωναζω

<< σ  ολα τα στερνα

καρφωσε το φως , το φως ! .. >>





Τηρήθηκε ορθογραφία βιβλίου .



Το ποίημα CYΜΦΩΝΙΑ Νο 1 ( I-VI )

είναι το πρώτο μέρος

από την ποιητική συλλογή FUGA

 το πρωτο βιβλίο του ΄Εκτωρα Κακναβάτου


Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Κώστας Καρυωτάκης : Ο κήπος της αχαριστίας


 

"Θα καλλιεργήσω το ωραιότερο άνθος. Στις καρδιές των ανθρώπων θα φυτέψω την Αχαριστία. Ευνοϊκοί είναι οι καιροί, κατάλληλος ο τόπος. Ο άνεμος τσακίζει τα δέντρα. Στη νοσηρή ατμόσφαιρα ορθώνονται φίδια. Οι εγκέφαλοι, εργαστήρια κιβδηλοποιών. Τερατώδη νήπια τα έργα, υπάρχουν στις γυάλες. Και μέσα σε δάσος από μάσκες, ζήτησε να ζήσεις. Εγώ θα καλλιεργήσω την Αχαριστία. Όταν έρθει η τελευταία άνοιξις, ο κήπος μου θα 'ναι γεμάτος από θεσπέσια δείγματα του είδους. Τα σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θα περπατώ στους καμπυλωτούς δρόμους, μετρώντας αυτά τα λουλούδια. Πλησιάζοντας με κλειστά μάτια τη βελούδινη, σκοτεινή στεφάνη τους, θα νιώθω στο απρόσωπο τους αιχμηρούς των στημόνες και θ' αναπνέω τ' άρωμά τους. Οι ώρες θα περνούν, θα γυρίζουν τ' άστρα, και οι αύρες θα πνέουν, αλλά εγώ, γέρνοντας ολοένα περσότερο, θα θυμάμαι. Θα θυμάμαι τις σφιγμένες γροθιές, τα παραπλανητικά χαμόγελα και την προδοτική αδιαφορία. θα μένω ακίνητος ημέρες και χρόνια, χωρίς να σκέπτομαι, χωρίς να βλέπω, χωρίς να εκφράζω τίποτε άλλο. Θα είμαι ολόκληρος μια πικρή ανάμνησις, ένα άγαλμα που γύρω του θα μεγαλώνουν τροπικά φυτά, θα πυκνώνουν, θα μπερδεύονται μεταξύ τους, θα κερδίζουν τη γη και τον αέρα. Σιγά σιγά οι κλώνοι τους θα περισφίγγουν το λαιμό μου, θα πλέκονται στα μαλλιά μου, θα με τυλίγουν με ανθρώπινη περίσκεψη. Κάτου από τη σταθερή τους ώθηση, θα βυθίζομαι στο χώμα. Και ο κήπος μου θα είναι ο κήπος της Αχαριστίας" -Ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη