Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Владимир Ильич Ленин :Εξουσία και λεφτεριά !... ( 2.4.1870-21.1.1924 )







Το ποίημα αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε το 1946 .
Ο Λένιν το έγραψε το 1907 , όταν βρισκόταν στην
Φινλανδία . Το ποίημα αναφέρεται στην τρομοκρατία
που επακολούθησε μετά την ήττα της επανάστασης
του 1905 .
Αν και γραμμένο σε τόνο έμμετρης προκήρυξης , το
ποίημα έχει μεγάλη αξία ως ντοκουμέντο .
  

΄Ηταν μια θυελλώδικη χρονιά . Οι λαίλαπες πετούσαν πάνω
Απ' ολάκερη τη χώρα . Τα σύννεφα αποτραβιούνταν ,
Η θύελλα χυμούσε πάνω μας και το χαλάζι κι οι βροντές .
Οι λαβωματιές έχασκαν στους κάμπους και τα χωριά
κάτω απ' τα χτυπήματατης γήινης μάστιγας . 
Οι κεραυνοί αναφλέγονταν , οι αστραπές διπλασίαζαν τη βία τους .
Η ζέστη έκαιγε ανελέητα , τα στήθια καταθλίβονταν
Κι η αντανάκλαση των πυρκαιών
Φώτιζε τα βουβά σκοτάδια των άναστρων νυχτών .

Τα στοιχεία κι οι άνθρωποι είχαν αναποδογυριστεί ,
Οι καρδιές καταπιέζονταν από μια σκοτεινή ανησυχία ,
Τα στήθια λαχανιάζανε μέσα στην αγωνία ,
τα στεγνά στόματα κλείνανε .

Οι μάρτυρες χάθηκαν κατά χιλιάδες μέσα στις ματωμένες τρικυμίες, Μα δεν υπόφεραν μάταια τις όδύνες τους και το αγκάθινο στεφάνι ,
Στο βασίλειο της ψευτιάς και των σκοταδιών , ανάμεσα στους
υποκριτές σκλάβους ,
Περάσανε καθώς πυρσοί του μέλλοντος .

Με πύρινο σημάδι , μ' ανεξάλειπτο σημάδι ,
Χαράξανε μπροστά μας την οδό του μαρτυρίου ,
Και πάνω στο χάρτη της ζωής , τυπώσανε τη σφραγίδα του αίσχους
Πάνω στο ζυγό της σκλαβιάς και την ντροπή των αλυσίδων .

Το κρύο φύσηξε . Τα φύλλα πέφταν μαραμένα
Και στροβιλίζονταν σ' ένα μακάβριο χορό , ανεμοπαρμένα .
΄Ηρθε το φθινόπωρο ,γκρίζο και σάπιο ,
Δακρύζοντας από βροχή , βουλιάζοντας στη μαύρη λάσπη .

Κι έγινε η ζωή για τους ανθρώπους άχαρη και μισητή .
Η ζωή κι ο θάνατος τους ήτανε το ίδιο ανυπόφορα ,
Δίχως ανάπαυλα τους κατατρώγανε η αγωνία κι η οργή .
Οι καρδιές τους , καθώς τα σπίτια τους , ήταν ψυχρές , άδειες
και σκοτεινές .

Και ξάφνου , η ΄Ανοιξη ! ΄Ανοιξη μέσα στο σάπιο φθινόπωρο ,
Κατέβηκε σε μας , ωραία και φωτεινή ,
Σα δώρο τ' ουρανού στην άθλια και θλιμμένη χώρα
Σαν αγγελιαφόρος ζωής , η κόκκινη ΄Ανοιξη !

Κάποια άλικη αυγή , σάμπως μαγιάτικο πρωί ,
Σηκώθηκε στα σκοτεινά και λυπημένα ουράνια
Ο κόκκινος ήλιος , σπιθοβολώντας , με το ξίφος των αχτίνων του
Τρύπησε τα σύννεφα και το σάβανο της ομίχλης σκίστηκε .

Καθώς το φως του φάρου στην άβυσσο του κόσμου
Καθώς η φλόγα της θυσίας πάνω στης φύσης το βωμό ,
Αναμμένη για την αιωνιότητα απ' άγνωστο χέρι ,
Τους κοιμισμένους λαούς τραβούσε προς το φως .

Κόκκινα τριαντάφυλλα από το φλογισμένο αίμα γεννήθηκαν
Λουλούδια πορφυρά , κι ανθίσανε 
Και πάνω στους λησμονημένους τάφους
Πλέχτηκαν σε στεφάνια δόξας .

Πίσω απ' τό ΄Αρμα της Λεφτεριάς ,
Και κραδαίνοντας την κόκκινη Παντιέρα ,
Τα πλήθη σαν ποτάμια τρέχανε
Καθώς την άνοιξη ξυπνάνε τα νερά .

Τα κόκκινα λάβαρα έπαλαν παραταγμένα ,
Ο ιερός ύμνος της λεφτεριάς υψώθηκε ,
Κι ο λαός τραγουδούσε με δάκρυα αγάπης ,
΄Ενα πένθιμο εμβατήριο για τους μάρτυρές του .

Ο λαός ήταν χαρούμενος ,
Η καρδιά του ξεχείλιζε από ελπίδες κι όνειρα ,
΄Ολοι πιστεύαν στη λεφτεριά που έρχονταν ,
΄Ολοι , από τον φρόνιμο γέρο μέχρι τον έφηβο .

Αλλά το ξύπνημα ακολουθεί αμέσως ο ύπνος ,
Η πραγματικότητα είναι ανελέητη
Κι η μακαριότητα των ονείρων και της μέθης
Από μια μικρή διάψευση ακολουθιέται .

Οι σκοτεινές δυνάμεις είχαν ταμπουρωθεί στη σκιά ,
΄Ερποντας και σφυρίζοντας μέσα στη σκόνη . Καρτερούσαν .
Και ξάφνου βύθισαν τα δόντια τους και τα μαχαίρια τους
Στη ράχη και τις φτέρνες των γενναίων .
Οι εχθροί του λαού με τα λερά στόματά τους .

Πίνανε το ζεστό και καθάριο αίμα ,
΄Οταν οι αθώοι φίλοι της λεφτεριάς ,
Από επίπονες πορείες εξαντλημένοι
Αιφνιδιάστηκαν άοπλοι και κοιμισμένοι .
Φύγανε οι μέρες του φωτός
Μια ατέρμονη και καταραμένη σειρά από μαύρες μέρες πήρε τη θέση
Το φως της λεφτεριάς κι ο ήλιος σβήσανε .
Μια φιδίσια ματιά απειλεί στα σκοτάδια .
Οι ξετσίπωτες δολοφονίες , τα προγρόμ , η λάσπη των καταδόσεων
Κηρύχτηκαν πράξεις πατριωτισμού
Και το μαύρο κοπάδι αγάλλεται
με αχαλίνωτο κυνισμό,
Πιτσιλισμένο από το γαίμα των θυμάτων του γδικιωμού ,
Που σκοτώθηκαν μέ δόλιο χτύπημα
Δίχως λόγο , ανελέητα , 
Γνωστά και άγνωστα θύματα .

Μες στους ατμούς του αλκοόλ , βλαστημώντας , δείχνοντας τη γροθιά
Με τα μπουκάλια της βότκας στα χέρια , τα πλήθη των αλητών
Τρέχουνε σάμπως κοπάδι χτηνών ,
Κουδουνίζοντας τη μονέδα της προδοσιάς
Και χορεύουν το απάχικο χορό .

Μα ο Γεμέλια ο δύστυχος ηλίθιος ,
Που έγινε πιο ανόητος και φοβισμένος απ' τις βόμβες , τρέμει σαν το ποντίκι
Και βάζει κατακόρυφα στο πέτο του
Το σήμα των εκατό Μαύρων .

Το πένθιμο γέλιο της κουκουβάγιας και του μπούφου
Στη σκοτεινιά των νυχτών αντιλαλεί , αγγέλοντας το θάνατο
της λεφτεριάς και της χαράς ,
Κι ένας σκληρός χειμώνας με τη χιονοθύελλα
΄Ηρθε απ' το βασίλειο των αιώνιων πάγων .
Με τα πυκνά του χιόνια , όμοια με σάβανο λευκό ,
Τύλιξε τη μεγάλη χώρα .
Αλυσοδεμένος την άνοιξη στις αλυσίδες του πάγου
Ο κρύος δήμιος τη σκότωσε πρόωρα .

Καθώς λεκέδες λάσπης παρουσιάζονται εδώ και εκεί
Οι μικρές μαύρες ίσμπες των άθλιων χωριών θαμμένες μες στα χιόνια .
Η πείνα με τη μιζέρια και τ' ωχρό κρύο
Τρυπώνουνε παντού στις μολεμένες κατοικίες .

Μεσ' απ' τον ατέλειωτο χιονισμένο κάμπο ,
Μεσ' απ' τις χωρίς όριο και μέτρο στέπες ,
΄Οπου το καλοκαίρι ο καυτός άνεμος φέρνει μια λαύρα ,
Οι άγριες χιονοθύελλες πηγαινοέρχονται σαν άσπρα αρπαχτικά πουλιά .

Οι λυσσασμένες χιονοθύελλες ουρλιάζουν και στενάζουν ,
Το τεράστιο χέρι τους αδιάκοπα ρίχνει το χιόνι με αναρίθμητες φουχτιές .
Τον ύμνο του θανάτου τραγουδάνε ,
Καθώς τον τραγουδούσανε στους περασμένους αιώνες .

Σαν άγριο και μαλλιαρό θεριό η τρικυμία ουρλιάζει ,
Χυμώντας σ' ό,τι κρατάει κάποια σταγόνα ζωής ,
Και με πάταγο πετάει σα φίδι τρομερό και φτερωτό ,
Για να σβήσει από το πρόσωπο της γης κάθε χνάρι ζωής .

Τα δέντρα λυγίζει , τα δάση τσακίζει ,
Το παγωμένο χιόνι σωριάζει στα βουνά .
Μες τις φωλιές τους εκρύφτήκαν τα θεριά .
Τα μονοπάτια ξαφανίστηκαν κι ο ταξιδιώτης χάνεται δίχως ν' αφήσει ίχνος .

Τρέχουνε λύκοι πεινασμένοι , λυσσασμένοι ,
Στα ίχνοι της τρικυμίας πλανιούνται ,
Τη λεία άγρια μεταξύ τους αποσούνε ,
Κι ουρλιάζουν στη σελήνη κι ό,τι ζει τρέμει από φόβο .

Η κουκουβάγια γελά , τ' άγριο λέσι τα χέρια χτυπά.
Οι μαύροι δαίμονες μεθυσμένοι γυρίζουν σα σίφουνας
Και κροταλούν τ' άπληστα χείλη τους : οσμίζονται ένα μεγάλο προγκρόμ
Και προσμένουν το ματωμένο σινιάλο .

Πάγος παντού και θάνατος όλα εείναι παγωμένα .
Κάθε ζωή φαίνεται σβησμένη ,
Ολάκερος ο κόσμος μοιάζει σαν κοινός και μοναδικός τάφος .
Καμιά σκιά λέφτερης και φωτεινής ζωής .

Μα για να θριαμβεύσει η νύχτα στη μέρα είναι ακόμα πολύ νωρίς ,
Για να γιορτάσει ο τάφος τη γιορτή του της νίκης πάνω στη ζωή ...
Η σπίθα επωάζεται ακόμα κάτω από τις στάχτες
Η ζωή θα την αναζωογονήσει με την πνοή της .

Το λουλούδι της λεφτεριάς σπασμένο και ατιμασμένο ,
Συνθλίφτηκε και χάθηκε για πάντα .
Οι Μαύροι διασκεδάζουν βλέποντας τον κόσμο του φωτός τρομαγμένο ,
Μα ο καρπός αυτού του λουλουδιού χάθηκε κιόλας στη γενέθλια γη
Στα σωθικά της μάνας , ο θαυμάσιος σπόρος
Μυστηριώδης κι αόρατος συντηριέται .
Θα τραφεί απ' τη γη , θα ζεσταθεί μες τη γη ,
Για να ξαναγεννήσει μια καινούργια ζωή .

Θα φέρει το φλογερό σπέρμα της καινούργιας λεφτεριάς ,
Θα λυώσει την κρούστα του πάγου , θα την τσακίσει ,
Θα μεγαλώσει , και γιγάντιο δέντρο , τον κόσμο θα φωτίσει με το κόκκινο φύλλωμά του ,
Τον κόσμο ολάκερο , και θα μαζέψει όλους τους λαούς στη σκιά του .

Στα όπλα , αδέλφια ! η ευτυχία είναι κοντά !
Κουράγιο ! Στη μάχη ! Μπροστά !
Ξυπνήστε τα μυαλά σας ! Διώξτε απ' τις καρδιές σας τον άνανδρο
και δουλικό φόβο !
Σφίξτε τις γραμμές σας ! ΄Ολοι μαζί ενάντια στους τυράννους και τ' αφεντικά !
Ο κλήρος της νίκης στα στιβαρά σας χέρια βρίσκεται εργαζόμενοι !
Κουράγιο ! Της δυστυχίας ο καιρός γρήγορα θα περάσει !
Σαν ένας μόνο σηκωθείτε ενάντια στους καταπιεστές της λεφτεριάς!
Η άνοιξη θά'ρθει ... Ζυγώνει ... ήρθε κιόλας ,
Η τόσο ωραία , ποθητή κόκκινη λεφτεριά βαδίζει προς εμάς !

Αυταρχία ,
Εθνικισμός ,
Ορθοδοξία ,
Αποδείξανε σίγουρα
Τις υψηλές τους αρετές : 
Στ ' όνομά τους μας χτυπούσαν , χτυπούσαν , χτυπούσαν ,
Δέρνανε τους μουζίκους μέχρις αίματος ,
Τους σπάγανε τα δόντια ,
Θάβανε τον άνθρωπο αλυσοδεμένο στα κάτεργα ,
Τον πλιατσικολογούσαν και τον σκότωναν ,
Για καλό μας κατά το νόμο ,
Για τη δόξα του Τσάρου και τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας .
Οι υπηρέτες του Τσάρου ποτίζανε τους δημίους του ,
Οι φαντάροι του κερνούσαν τ' αρπαχτικά του κοράκια
Με τη βότκα του Κράτους και το αίμα του λαού .
Πότιζαν τους δημίους του
Θρέφανε τ' αρπαχτικά του κοράκια
Με τα κουφάρια των ρέμπελων σκλάβων και με τα κουφάρια των πειθήνιων και πιστών σκλάβων .

Οι υπηρέτες του Χριστού με προσευχή θερμή
Μ' αγίασμα ποτίζανε των αγχωνών το δάσος .
Ουρρά ! Ζήτω ο Τσαρος μας ,
Με τη θηλειά του , την καλοσαπουνισμένη και ευλογημένη !
Ζήτω ο σμπίρος του Τσάρου ,
Με το μαστίγιο , τη σπάθα του και το τουφέκι του !
Σ' ένα ποτηράκι βότκα
Πνίξτε τις τύψεις σας φαντάροι !
Στα γυναικόπαιδα γενναίοι , πυροβολήστε !
Σκοτώστε όσο πιο πολλά αδέλφια σας μπορείτε ,
Για ν' απολάψει ο πατερούλης .

Κι αν ο πατέρας σου πέσει κάτω απ' τα βόλια σου ,
Ας πνιγεί στο αίμα του , που χύθηκε απ' το χέρι του Κάιν !
Αποχτηνωμένος απ' τη βότκα του Τσάρου
Σκότωσε τη μάνα σου ανελέητα !

Τι θα φοβόσουν ;
Δεν έχεις μπροστά σου τους Γιαπωνέζους .
Είναι μονάχα οι συγγενείς σου , οι δικοί σου .
Κι είναι ολότελα άοπλοι .

Μια διαταγή σας δόθηκε υπηρέτες του Τσάρου .
Σιωπή στις γραμμές ! Κρεμάστε , σφάχτε , πυροβολήστε , πατήστε με τ' αλογά σας !
Σ' ανταμοιβή των κακουργημάτων σας θα ' χετε μετάλλια και σταυρούς ...
Θάστε όμως καταραμένοι στους αιώνες , Γιούδες !

Λαέ , δώσε το τελευταίο σου πουκάμισο
Γρήγορα , γρήγορα ! βγάλτο !
Το τελευταίο σου καπίκι πιες ,
Πέσε και σκάσε για τη δόξα του Τσάρου !
Να ' σαι χαμάλικο ζώο σαν άλλοτε ! αιώνιος σκλάβος ,
Τα δακρυά σου σκούπισε με το μανίκι σου
Και χτύπα το έδαφος με το κουτελό σου !

Ω λαέ , πιστέ , ευτυχισμένε ,
Από τον Τσάρο μέχρι θανάτου αγαπημένε ,
Υπόφερέ τα όλα και υπάκουε σαν άλλοτε ...
Και φωτιά ! μαστίγιο !... χτυπήστε !...
Θεέ , προστάτευε το λαό
Τον δυνατό και μεγαλοπρεπή !
Ας κυριαρχήσει ο λαός μας , που κάνει τους τσάρους να ιδρώνουν από φόβο !

Με το άδοξο κοπάδι του
Ο Τσάρος μας αφήνιασε ,
Με το σκυλολόι του τούς περιφρονεμένους υπηρέτες
Το τσούρμο των λακέδων που γιορτάζει
Χωρίς να πλύνει τα ματωμένα χέρια του .
Θεέ , προστάτευε το λαό
Στη διάρκεια των σκοτεινών ημερών !
Κι εσύ λαέ προστάτευε την Κόκκινη Σημαία !

Κατα πίεση δίχως όρια !
Μαστίγιο της αστυνομίας !
Δικαστήρια με συνοπτικές διαδικασίες ,
Καθώς οι μυδραλλιοβολισμοί !

Τιμωρίες και τουφεκισμοί ,
Φριχτό δάσος από κρεμάλες ,
Για να τιμωρήσουν τις ανταρσίες σας !

Γεμάτες είναι οι φυλακές ,
Οι εξόριστοι υποφέρουν δίχως τελειωμό ,
Σκίζουν τη νύχτα οι πυροβολισμοί .
Οι γύπες χόρτασαν
Ο πόνος και το πένθος
Απλώνονται στη γενέθλια γη .
Ούτε μια οικογένεια
Που να μην πονεί !

Γιόρτασε , με τους δημίους σου ,
Δεσπότη , το ματωμένο σου τσιμπούσι ,
Φάε , Βαμπίρ , τη σάρκα του λαού
Με τ' αχόρταγα σκυλιά σου !

Σπείρε , δεσπότη , τη φωτιά !
Τέρας ! πιες το αίμα μας
Σηκώσου , Λεφτεριά !
Κυμάτισε , Κόκκινη σημαία !

Εκδικηθήτε , τιμωρήστε ,
Βασανίστε μας μια τελευταία φορά !
Η ώρα της τιμωρίας είναι κοντά !
Το δικαστήριο φτάνει . Ξερετέ το !
Για τη λεφτεριά
Θα πάμε στο θάνατο , στο θάνατο ,
Θα πάρουμε την εξουσία και τη λεφτερια
Κι η γη θ' ανήκει στο λαό !

Μέσα στην άνιση μάχη
Θα πέσουν θύματα αναρίθμητα !
Κι όμως θα βαδίσουμε μπροστά ,
Προς την πολυπόθητη λεφτεριά !

Εργάτη , μπροστά !
Πάνε οι στρατοί σου στη μάχη
Για τη λέφτερη δουλειά .
Λάμπουνε οι ματιές τους απειλητικά .

Βάρα μέχρι τα ουράνια ,
Αιώνιο σήμαντρο της δουλειάς !
Χτύπα σφυρί , χτύπα πάντα !
Ψωμί ! Ψωμί ! Ψωμί !

Εμπρός , εμπρός χωρικοί !
Δεν μπορείτε να ζείτε δίχως γη .
Οι άρχοντες θα σας ποδοπατάνε ,
Θα σας καταπιέζουν για πολύ :

Εμπρός , εμπρός σπουδαστές !
Πολλοί από σας θα θεριστούνε στον αγώνα .
Ταινίες κόκκινες θα σκεπάσουν
Τα φέρετρα όσων πέσουν !

Εμπρός , εμπρός πεινασμένοι !
Εμπρός , καταπιεσμένοι !
Εμπρός ταπεινωμένοι ,
Προς τη λέφτερη ζωή !

Ντροπή μας είναι ο ζυγός
Των χτηνών που βασιλεύουν .
Ας διώξουμε απ' τις τρύπες τους τούς ποντικούς !
Στη μάχη προλετάριε !

Κάτω όλες οι δυστυχίες !
Κάτω ο Τσάρος και ο θρόνος του !
Η αυγή της έναστρης λεφτεριάς
Λάμπει κιόλας και τη φλόγα της σκορπά !

Οι αχτίνες της ευτυχίας και της αλήθειας
Φαίνονται στα μάτια του λαού .
Ο ήλιος της λεφτεριάς
Θα μας φωτίσει μεσ ' από τη συννεφιά .

Στο συρφετό του Τσάρου ,
<< Κάτω τα χέρια , στο διάβολο ! >>
Θα πει η δυνατή φωνή της καμπάνας
Δοξάζοντας τη λεφτεριά .

Θα καταστρέψουμε τους θόλους των φυλακών .
Η δίκαιη οργή βροντά
Της απελευθέρωσης η σημαία
Τους μαχητές μας οδηγά .

Βασανιστήρια κι Οχράνα ,
Μαστίγιο και κρεμάλα κάτω !
Ξέσπασε μάχη των ελεύθερων ανθρώπων !
Θάνατος στους τυράννους !

Σύρριζα ας ξεριζώσουμε
Την εξουσία της αυταρχίας.
Να πεθαίνεις για τη λεφτεριά είναι τιμή ,
Να ζεις μέσα στις αλυσίδες , ντροπή !

Ας νικήσουμε τη σκλαβιά ,
Της υποδούλωσης την ντροπή .
Ω δώσε μας λεφτεριά
Την ανεξαρτησία και τη γη !

Μετάφραση : ΑΛΕΚΟΥ ΚΑΙΡΗ