ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΟΥ ΑΧΑΪΡΕΥΤΟ
Ἕνα ὄνειρο τέλεψε
Ἄλλο ὄνειρο ἀρχινάει
Ἀντίο, ἀντίο χτεσινοὶ γραφειοκράτες
Χαίρε- ὤ! χαίρετε σημερινὰ λαμόγια
Κ’ ἐσὺ κότσυφα τραγουδιστῆ
Ἀλήτη τῶν χτεσινῶν μου ὄνειρων / καὶ τῶν σημερινῶν.
ΓΙΟ-ΓΙΟ BLUES
Ἕνας σακάτης ἀπὸ τὸ Σεράγιεβο
τὴν ἀγάπη μας ψωμοζητάει στὸ μετρὸ
Καὶ μιὰ πεταλουδίτσα τῆς νύχτας
τὸ κορμί της πουλάει γιὰ ἕνα «χαρτάκι»
Κ’ ἕνας βλαμμένος, ξεδοντιάρης, εὐτυχὴς
πάει παίζοντας τὸ γιό-γιό του
― γιό-γιό-γιό… κ.τ.λ. ―
Καὶ δύο χρηματιστές, τὴ μπριτζόλα τους τρῶνε
γιὰ τῆς φωνῆς μου τὴν ἀξία συζητώντας
Κ’ ἐγὼ νὰ τοὺς ἀκούω δὲ μπορῶ, μ’ ἀηδιάζουν!
Ἀπ’ τὴ τζαμαρία, ἔξω κοιτάζω
τὸν βλαμμένο μὲ τὸ γιό-γιὸ
― πάει παίζοντας τὸ γιό-γιό… κλπ. κλπ. ―
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟ ΚΩΛΟΧΑΝΕΙΟ
Στὸν ἀείμνηστο Μῆτσο Ἀλεξανδρόπουλο
« Ὅλες τὶς πόρτες ξέρω τῶν μελιχρῶν ναῶν
Μ’ εὐλάβεια μπαίνω καὶ πράττω τὰ κανονισμένα
Τὴν Ὡραία Κυρία ἐκεῖ … … …»
Αλ. Μπλοκ
Γιὰ 2, 3 ποτιράκια ποὺ τὴν κεράσαμε
― χαλάλι της ―
χτὲς βράδυ, στὸ μπὰρ μὲ τὶς ρωσσίδες
ἡ Ὡραία Κυρία
μᾶς ἀπήγγειλε / στὰ ρώσσικα, ἀπὸ στήθους
στίχους
τοῦ Πούσκιν
τοῦ Μπλὸκ
καὶ
τῆς Τσβετάγιεβα / ἡ ἀγκαπιμιένιι μυ πιίτρια! μᾶς λέει
Ἐγὼ ( καιρό ’χα νὰ βρεθῶ σὲ πραγματικὴ ποιητικὴ βραδυά )
Δὲν τὸ κρύβω, συγκινήθηκα.
ΟΧΙ
" Ό χ ι ! "
BLaise Cendrars
Καὶ πάλι ὄχι!
Δὲν ἔχω οὔτε καὶ θέλω μαζύ σας πάρε-δῶσε
Στὴν πίτα τῶν μεγάλων ἔργων σας
μερτικό, μερσί, νὰ λείπει
Ἀπ’ ἔξω, κάλλιο
μὲ τὸ σκυλολόϊ τῶν πληβείων
νὰ χάβω μύγες καὶ νὰ κάνω χάζι τὶς λακκοῦβες
στὰ σταυροδρόμια
ὁποὺ συχνά-πυκνὰ τσακίζουνε τ’ ἁμάξια τους
καὶ κάποτε τὰ μοῦτρα τους οἱ μεθυσμένοι μας
κ’ οἱτουρίστες, ποὺ περνᾶνε μ’ ὕφος νεο-ἀποικιοκρατῶν.
ΟΥΡΑΝΟΣ
Στὴν Μάσα
«Δῶστε μας πίσω τὸν οὐρανό !»
Γκέο Μίλεφ
Τὴν πατρίδα μας
στὸν οὐρανὸ
νὰ χτίσουμε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ
ξανὰ
τὶς κοινότητές μας
σπίτια κήπους χωράφια
νὰ καλλιεργοῦμε
τὸ στάρι τὸ σταφύλι τὰ γράμματα
ξανὰ
κ’ ἕνα ἐργοστάσιο νὰ δουλεύουμε
νὰ φκιάνουμε χιόνι τὶς χῆνες μαδώντας
ξανὰ
καὶ τὴ δημοσιὰ νὰ ἔρχονται
τὰ τσίρκα νὰ μᾶς ξετρελαίνουνε
νὰ φεύγουν νὰ φεύγουμε μαζύ τους κ’ ἐμεῖς
( οἱ καλύτεροι ἀπὸ μᾶς )
γι’ ἄλλους
πέρα οὐρανούς .