Έπειτα ,
έπειτα ήρθε η νύχτα .
Η νύχτα που κένταγες ,
που κένταγες πάνω στο μαύρο ύφασμα , με ασημένια κλωστή ,
τ' αστέρια .
Η νύχτα ολοφώτιστη από τα σπινθηρίσματα της βελόνας σου ,
κι εσύ εκεί ,
σκυμμένη ,
σκυμμένη ,
να γέρνεις ,
να γέρνεις πάνω στο μαύρο ύφασμα ,
να μπαίνουν τ' αστέρια στα μάτια σου και να σε τσιμπούν ,
και να σε κόβουν ,
και να σε ματώνουν ,
κι εσύ να κεντάς και να ξηλώνεις και να ξανακεντάς ,
με προσοχή ,
μη και σου ξεφύγει η βελόνα και τρυπήσει τα παιδιά που παίζανε
κάτω από τον ουρανό σου .
(( Τα παιδιά μου )) μόνο έλεγες , (( τα παιδιά μου ! )) ...
Κι έναν φάρο ,
έναν φάρο κέντησες , εκεί στο βάθος ...
Α , ναι , κι ένα βουνό ...
Και πίσω από το βουνό , πίσω από το βουνό - το φαντάζεσαι ;
είδα μια θάλασσα ,
μια θάλασσα μεγάλη σαν τον ουρανό ,
και μαύρη σαν τον ουρανό και σαν το ύφασμα ,
και ήταν πραγματική θάλασσα έτοιμη να μας καταπιεί ,ι
εσύ δεν την έβλεπες ,
και πως να τη δεις ,
αφού τα μάτια σου καρφωμένα στον υφασμάτινο ουρανό ,
αφού τ' αστέρια στα μάτια σου αντί για τα μάτια σου ,
πως να τη δεις έτσι τυφλή ,
τυφλή .
Μια μέρα πήρες το άλογο και ξεδρόμισες ,
το έσκασες ,
με το άλογο να σε οδηγεί ,
σε οδηγούσε το άλογο σαν σκύλος ,
μαύρο άλογο , μαύρα μάτια ,
πιστός σύντροφος από κοντά , από δίπλα , από πίσω ,
η ανάσα του , το σώμα του , η ζεστασιά και η υγρασία του ,
το χλιμίντρισμα κλάμα του ,
η ενοχή ,
η μετάνοια ,
η συγχώρηση ,
η αγάπη .
Κι εσύ , από τότε ,
όλο κεντούσες και ξήλωνες και ξανακεντούσες υφάσματα να ντύ -
νεις και τη ράχη του ,
να μη κρυώνει οδηγώντας σε μέσα στον παγωμένο ουρανό .
Ο Ηριδανός , οι Πλειάδες , ο Ωρίωνας , ο Μέγας Κύων , ασημένιες
τρύπες στο ύφασμα ,
τρύπες ασημένιες στο μαύρο που έμπαζαν κρύο ,
στο μαύρο το βελούδινο ,
έλα ,
πάρε ,
δώσε ,
το άλογο ,
η νύχτα ,
τ' αστέρια ,
τα παιδιά ,
οι βελονιές ,
το μαύρο ,
η θάλασσα ,
πάρε- δώσε αλισβερίσι ,
κι εσύ στην άκρη του νήματος ,
στην άκρη του σύμπαντος ,
με σφουγγισμένα πια τα αίματα από τα μάτια εδώ και καιρό ,
να κοιτάς για πάντα τ' αστέρια από την άκρη τους ,
να κοιτάς με τα τυφλά σου μάτια ...
έπειτα ήρθε η νύχτα .
Η νύχτα που κένταγες ,
που κένταγες πάνω στο μαύρο ύφασμα , με ασημένια κλωστή ,
τ' αστέρια .
Η νύχτα ολοφώτιστη από τα σπινθηρίσματα της βελόνας σου ,
κι εσύ εκεί ,
σκυμμένη ,
σκυμμένη ,
να γέρνεις ,
να γέρνεις πάνω στο μαύρο ύφασμα ,
να μπαίνουν τ' αστέρια στα μάτια σου και να σε τσιμπούν ,
και να σε κόβουν ,
και να σε ματώνουν ,
κι εσύ να κεντάς και να ξηλώνεις και να ξανακεντάς ,
με προσοχή ,
μη και σου ξεφύγει η βελόνα και τρυπήσει τα παιδιά που παίζανε
κάτω από τον ουρανό σου .
(( Τα παιδιά μου )) μόνο έλεγες , (( τα παιδιά μου ! )) ...
Κι έναν φάρο ,
έναν φάρο κέντησες , εκεί στο βάθος ...
Α , ναι , κι ένα βουνό ...
Και πίσω από το βουνό , πίσω από το βουνό - το φαντάζεσαι ;
είδα μια θάλασσα ,
μια θάλασσα μεγάλη σαν τον ουρανό ,
και μαύρη σαν τον ουρανό και σαν το ύφασμα ,
και ήταν πραγματική θάλασσα έτοιμη να μας καταπιεί ,ι
εσύ δεν την έβλεπες ,
και πως να τη δεις ,
αφού τα μάτια σου καρφωμένα στον υφασμάτινο ουρανό ,
αφού τ' αστέρια στα μάτια σου αντί για τα μάτια σου ,
πως να τη δεις έτσι τυφλή ,
τυφλή .
Μια μέρα πήρες το άλογο και ξεδρόμισες ,
το έσκασες ,
με το άλογο να σε οδηγεί ,
σε οδηγούσε το άλογο σαν σκύλος ,
μαύρο άλογο , μαύρα μάτια ,
πιστός σύντροφος από κοντά , από δίπλα , από πίσω ,
η ανάσα του , το σώμα του , η ζεστασιά και η υγρασία του ,
το χλιμίντρισμα κλάμα του ,
η ενοχή ,
η μετάνοια ,
η συγχώρηση ,
η αγάπη .
Κι εσύ , από τότε ,
όλο κεντούσες και ξήλωνες και ξανακεντούσες υφάσματα να ντύ -
νεις και τη ράχη του ,
να μη κρυώνει οδηγώντας σε μέσα στον παγωμένο ουρανό .
Ο Ηριδανός , οι Πλειάδες , ο Ωρίωνας , ο Μέγας Κύων , ασημένιες
τρύπες στο ύφασμα ,
τρύπες ασημένιες στο μαύρο που έμπαζαν κρύο ,
στο μαύρο το βελούδινο ,
έλα ,
πάρε ,
δώσε ,
το άλογο ,
η νύχτα ,
τ' αστέρια ,
τα παιδιά ,
οι βελονιές ,
το μαύρο ,
η θάλασσα ,
πάρε- δώσε αλισβερίσι ,
κι εσύ στην άκρη του νήματος ,
στην άκρη του σύμπαντος ,
με σφουγγισμένα πια τα αίματα από τα μάτια εδώ και καιρό ,
να κοιτάς για πάντα τ' αστέρια από την άκρη τους ,
να κοιτάς με τα τυφλά σου μάτια ...