Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Κορνήλιος Λουλούδης




ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ

Παρακαλούμε τους πολίτας
όπως δια εθνικούς
και μόνο λόγους
συμμορφωθούν με τα κατωτέρω:

1) Απαγορεύεται το κάπνισμα.
2) Το ίδιο κι ο καφές.
3) Οι άνθρωποι να ξεκληριστούν.
4) Οι μαθητές ξύλο απελέκητο.
5) Οι πάντες να λιμοκτονήσουν.
6) Και η πόρνη...
    συντόμως να επιστρέψει
    γιατί θα τιμωρηθεί!

Το κράτος;
Το κράτος είναι νταβατζής.

Μαύρε επαναστάτη
βούτα το σπαθί.
Κόψε το κεφάλι
του εκμεταλλευτή.






Τίποτα ο Αριθμός…
Πουθενά η Οδός…
Ζω ενστικτωδώς…


Χωρίς ταυτότητα
και πιστοποιητικά,
βιβλιάρια Ι.Κ.Α.
εκλογικό κι ενσήμων,
χωρίς σπίτι
καταθέσεις και δουλειά,
χωρίς ρόδα
μονίμως…Λόρδα,
χωρίς κινητό κι ακίνητο
στρώμα το χαρτόνι
φελιζόλ το μαξιλάρι
η μόνη μου περιουσία
τα ρούχα που φοράω,
κι ένα παλιό ρολόι
απ’ την εποχή του … Μάο!
Τίποτα ο Αριθμός…
Πουθενά η Οδός…
Ζω ενστικτωδώς…






Αθήνα 2010 μ.Χ.

Σεπτέμβρης του 1969…
Ημερομηνία που πρωτοαντίκρυσα
Την πρωτεύουσα της Ελλάδας
Τρία γεγονότα – άντε τέσσερα…
εστιάζω, συγκριτικά με το σημερινό χάλι της
το απερίγραφτο
το μη αναστρέψιμο…
α. Δεν είχε πολιτικούς κλέφτες,
αλλά στρατιωτικούς βασανιστές!
β. Βρήκα αμέσως εργασία…
γ. Στο λεωφορείο το αστικό,
άκουγες μονάχα την ελληνική γλώσσα…
και
δ. στην πλατεία Ομονοίας δεν υπήρχανε
σωριασμένοι οι χρήστες των ναρκωτικών….
Αθήνα του 2010 μ.χ.
Κάτι μεταξύ Καμπούλ και Μογκαντίσιου!



Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Λουκάς Αξελός




ΞΗΡΑΣΙΑ - ΣΤΕΙΡΟΤΗΤΑ


Οι επικοί αγώνες μας
καμμιάν απήχηση
δεν είχαν στους πολλούς .
Αδιάφορος ο κόσμος
χωμένος μεσ' στη λάσπη
που σκόπιμα οι Ούνοι του πετούν ,
ξέχασε φαίνεται το αίμα και τον προορισμό του .
Η ζωή μας στέγνωσε
κάθε κομμάτι ανθρωπιάς .
Γίναμε όλοι μας σκληροί και υπολογιστές ,
περσότερο κι από εσένα Ποίηση
που τόσο έχεις διαφθαρεί
στους ψεύτικους καιρούς μας .

Θεσσαλονική 10 Απρίλη 67

Rainer Maria Rilke


ΜΟΥΣΙΚΗ




Μουσική : ίσως των αγαλμάτων ανάσα ,
των εικόνων σιωπή . Γλώσσα , όπου οι γλώσσες
τελειώνουν , χρόνος
που , πάνω σ'αφανισμένες καρδιές , κάθετος στέκει ,
Συναίσθημα , μα γιατί ; Ω εσύ του συναισθήματος
μεταμόρφωση , - αλλά σε τι ; Σε τοπίο ήχων .
Ω εσύ ξένη : Μουσική ! Της καρδιάς μας
το άπειρο μεγαλώνεις . Τα βάθη μας είσαι που μας διώχνουν
ξεπερνώντας μας - , ιερέ χωρισμέ : όταν
μας περιβάλλουν τα βάθη μας σαν γυμνασμένοι
ορίζοντες , σαν άλλες
πλευρές του ανέμου ,
αγνές ,
γιγάντιες ,
ακατοίκητες .

Ποιήματα 1913 - 1926
Späte Gedichte

Μετάφραση : ΄Αρη Δικταίου


Musik: Atem der Statuen . Vielleicht :
Stille der Bilder. Du Sprache wo Sprachen
enden. Du Zeit
die senkrecht steht auf der Richtung
vergehender Herzen .

Gefühle zu wem? O du der Gefühle
Wandlung in was?— in hörbare Landschaft .
Du Fremde: Musik . Du uns entwachsener
Herzraum. Innigstes unser ,
das, uns übersteigend , hinausdrängt ,—
heiliger Abschied :
da uns das Innre umsteht
als geübteste Ferne , als andre
Seite der Luft :
rein ,
riesig
nicht mehr bewohnbar .


Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Tornai József



Ο κύριος T.S.ELIOT μαγειρεύει μακαρόνια



Αξίζει να μην χάσετε αυτόν τον ήχο .
Σπάει στα δυο τα μακαρόνια
για να χωρέσουνε στη χύτρα ,
κι έπειτα με τα δυο του χέρια τα ρίχνει στο νερό
που βράζει στη λευκή ηλεκτρική κουζίνα .
Το νερό κοχλάζει και τα μακαρόνια
βουλιάζουν στον πάτο της χύτρας .
Ο κύριος ΄Ελιοτ ρίχνει μια ματιά στο πάρκο
απ' της κουζίνας το πλατύ ;παράθυρο :
βρέχει τώρα και άφθονο νερό
κυλάει απ' τους κορμούς των δέντρων
κι αναστατώνει την πρασιά , που μοιάζει
με το φαρμακερό , πράσινο φόντο του Σαργκάσσο


Τότε θυμάται τη χύτρα .
Τόση θεώρηση ήταν αρκετή
για ν' ανέβουν τα μακαρόνια
στην επιφάνεια του νερού .


Στραγγίζει το κουβάρι που ανεβαίνει
σε σουρωτήρι αμερικανικής κατασκευής
και χύνει πάνω τους κρύο νερό απ' τη βρύση .
<< Αυτό είναι απαραίτητο , αλλοιώς
τα μακαρόνια θα κολλήσουν >> . ΄Ετσι γραφει ο κύριος ΄Ελιοτ
πιο αργά το ίδιο βράδυ , σ' ένα φίλο .
<< ΄Ομως η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή
είναι όταν σπάνε τα μακαρόνια
στη μέση μ' ένα ξερό ήχο :
σ' αυτόν , με κάποιο τρόπο
αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας >>.



Μετ : Ρούλα Κακλαμανάκη





Mr. T. S. Eliot tésztát főz



Azt a reccsenést hallani kell.
A csöveket sorra kettétöri,
hogy beleférjenek a fazékba,
két marokkal szórja bele
a fehér villanytűzhely fölött a vízbe.
A víz forr, zubog, a tészta
a fazék aljára süllyed.
Mr. Eliot egy pillantást vet
a konyhaablakon át a parkba:
kint esik az eső,
a fák oldalán jócskán csurog a víz,
a pázsit borzas, méregzöld
Sargasso-tenger.
 
Erről jut eszébe a fazék.
Ennyi elcsodálkozás elég volt,
hogy a tészta följöjjön
a víz tetejére.
 
Amerikai tésztaszűrővel szedi ki
az ugráló szálakat,
a csapból hideg vizet ereszt rá.
„Ezt tudni kell,
különben összeragad” – írja este felé
Mr. Eliot a barátjának.
„A legérdekesebb mégis az,
mikor a száraz tészta-csövek
recsegve kettétörnek:
ebben valahogy
magunkra ismerünk.”