Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

΄ Εκτωρ Κακναβάτος





CYΜΦΩΝΙΑ Νο 1




Ι .


Τωρα που το ποιημα

του Υμηττού χαιρεταει

τα μενεξεδενια φτερα

της Αλκυονας Αιγινας

που καταφιλουνε τη θάλασσα

τη θαλασσα ,

η σπονδή μου ετοιμαζεται

ωραια κι αγνη

σαν τον ισκιο Αττικου αμφορεα !





ΙΙ .



Ετσι ! Λαβωμενος απ το φως ,

με σκονισμενα τα μαλλια

απ τη μαρμαρυγη της νυχτας ,

Ασταρτη θα ερθω ...

Α ! .. τα ποταμια θα πεθαινουν

στ ασημενια καλαμια

στις σβυσμενες οχθες ... κι εγω

τι να πω που να μη

σχισει το ροδαλο πτιλωμα

της παιδουλας αυγης ;

Ακομη ... θα προσευχομαι

στο αιμα μου που

απ τη φωτοπληγη ανεβαινει

σε θρομβους  πορφυροφωτους

επανω ... ως τα ροδα ! ..

Ακομη ... εγω που φοβουμαι

οχι την ευγενεια των φθογγων

οχι τις θλιβερες σονατες

ουτε την τιμωρια

του λυπημενου Αρχαγγελου

που περασε τους πρωινους κηπους

μα μηπως δεν εύρω

στην ερημη κοιλαδα τους αυλους .

Τους αυλους που κειτονται

χωρις στα κοιλα τους σωματα

να ρεουν χρυσα ελεγεια ...

Ετσι ...λαβωμενος απ το φως

ω Ασταρτη θα ερθω ...





ΙΙΙ .



Ασταρτη ... ω αυτη την ωρα

τα μαλλια σου

ας κυριεψουν τα ματια μας ! ..

Να μην έδιωχνες ας ηταν ,

τα κυπελλα που ολοχρυσα

σου φερνουν ν αγαπησεις

τον ποθο μας .

Και ναναι στ αποκρημνα

τα μετωπα μας εσυ

τον ουρανο να κρεμασεις

και τη λευκή κραυγη

της τρισευγενης αμυγδαλιας

θριαμβικο δορυ

δορυ στου χειμωνα μας

τα θυμωμενα καστρα καρφωμενο

Ασταρτη να κρατας ! ..



Ετσι ! λαβωμενος απ το φως

ω καμε ως την καρδια

του ωκεανου να φουσκωσει

τουτη μου η πληγη

περα ως περα

ως εκει που τα κυπαρισσια

την χρυσασπρη πεδιαδα φιλουνε

και δυουν οι ρομφαιες

που τις αγαπουμε και

που ως τα σπλαχνα του θανατου

μας πανε και πανε ! ..
































 
IV .





Να που τώρα πρεπει

φορωντας τον κόκκινο χιτωνα

της επαναστασης

να που τωρα πρεπει

πατώντας την ολοχρυση κρουστα

της ηλιοσταχτης

τη σποδο τη σποδο του Φαεθωνα

να γυρευω ...

Και αυτα τα λουλουδια

που ασπιδα κράτησα

στου βαρβαρου κριου τις κουτουλιες

ετσι που μέσα στα φτερα

των περιστεριων τα φερνω

να τα θαψω πρεπει μεσα στο φως !

Ποσο αιμα να μου στοιχισει ,

ποσο αιμα ! ..





V .



Α ! .. που ειναι οι βοστρυχοι του Απολλωνα

καθαρο χρυσαφι .

Οι γαλαζιες πυλες της πρωιας

που ανοιξαν

να περασουν οι θαλασσες .

Τα δαχτυλα της χλοης

που ναβλυζουν απ τη γη ,

τα οστρακα που τη βοη

του πρασινου πέλαου

λενε και λενε στο βαθος τους .

Το χρυσο αμαξι της μεσημβριας

που σταματησε

στον κουρεμενο καμπο

ξεζεμενο τα ξανθα του αλογα ...

Τι ησυχια ... ησυχια ...

Που ειναι η φαλαγγα των πλοιων

που ειδαν καινουργια αστρα

στις κρυες νυχτες των πολων ;



Οχι ! τωρα που στης Αιτνας

τα κοκκινα ρειθρα θα λουστω

οχι , ας μην στρεψουν το προσωπο

οι κρινοι και οι αγγελοι

καθως γυμνος σαν μαχαιρι

θα παλλομαι στα κοκκινα θουρια ! ...

Μη δεν ειναι στους βραχους μας

θρυψαλα η λυρα του Ορφεα

μη δεν ρουφηξε θανασιμα

η θυμωμενη μας γη

του Ιησου το αίμα ;





VI .



Κι εγω που , ω χαρα μου ,

το φως τοσο αγαπησα

οσο μεσα στα ανθη κρυβεται

σε σταλαματιες

οσο κορφες ρων αλπεων

μετεωρο κρεμεται

κι οσο στα μετωπα των Θεων

σαν λεπιδι γλιστραει

κι εγω λαβωμενος απ το φως

Ασταρτη , φωναζω

<< σ  ολα τα στερνα

καρφωσε το φως , το φως ! .. >>





Τηρήθηκε ορθογραφία βιβλίου .



Το ποίημα CYΜΦΩΝΙΑ Νο 1 ( I-VI )

είναι το πρώτο μέρος

από την ποιητική συλλογή FUGA

 το πρωτο βιβλίο του ΄Εκτωρα Κακναβάτου


Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Κώστας Καρυωτάκης : Ο κήπος της αχαριστίας


 

"Θα καλλιεργήσω το ωραιότερο άνθος. Στις καρδιές των ανθρώπων θα φυτέψω την Αχαριστία. Ευνοϊκοί είναι οι καιροί, κατάλληλος ο τόπος. Ο άνεμος τσακίζει τα δέντρα. Στη νοσηρή ατμόσφαιρα ορθώνονται φίδια. Οι εγκέφαλοι, εργαστήρια κιβδηλοποιών. Τερατώδη νήπια τα έργα, υπάρχουν στις γυάλες. Και μέσα σε δάσος από μάσκες, ζήτησε να ζήσεις. Εγώ θα καλλιεργήσω την Αχαριστία. Όταν έρθει η τελευταία άνοιξις, ο κήπος μου θα 'ναι γεμάτος από θεσπέσια δείγματα του είδους. Τα σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θα περπατώ στους καμπυλωτούς δρόμους, μετρώντας αυτά τα λουλούδια. Πλησιάζοντας με κλειστά μάτια τη βελούδινη, σκοτεινή στεφάνη τους, θα νιώθω στο απρόσωπο τους αιχμηρούς των στημόνες και θ' αναπνέω τ' άρωμά τους. Οι ώρες θα περνούν, θα γυρίζουν τ' άστρα, και οι αύρες θα πνέουν, αλλά εγώ, γέρνοντας ολοένα περσότερο, θα θυμάμαι. Θα θυμάμαι τις σφιγμένες γροθιές, τα παραπλανητικά χαμόγελα και την προδοτική αδιαφορία. θα μένω ακίνητος ημέρες και χρόνια, χωρίς να σκέπτομαι, χωρίς να βλέπω, χωρίς να εκφράζω τίποτε άλλο. Θα είμαι ολόκληρος μια πικρή ανάμνησις, ένα άγαλμα που γύρω του θα μεγαλώνουν τροπικά φυτά, θα πυκνώνουν, θα μπερδεύονται μεταξύ τους, θα κερδίζουν τη γη και τον αέρα. Σιγά σιγά οι κλώνοι τους θα περισφίγγουν το λαιμό μου, θα πλέκονται στα μαλλιά μου, θα με τυλίγουν με ανθρώπινη περίσκεψη. Κάτου από τη σταθερή τους ώθηση, θα βυθίζομαι στο χώμα. Και ο κήπος μου θα είναι ο κήπος της Αχαριστίας" -Ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη