Κόσμε κόσμε κόσμε
κάθομαι στο δωματιό μου
φαντάζομαι το μέλλον
το Παρίσι λιάζεται
είμαι μόνος δεν υπάρχει
κανείς μ’ αγάπη τέλεια
ο άνθρωπος είναι τρελός
η αγάπη του δεν είναι τέλεια
δεν έκλαψα αρκετά
το στήθος μου θα ‘ ναι βαρύ
έως θανάτου οι πόλεις
φάσματα των στροφάλων
του πολέμου οι πόλεις είναι
δουλειά & τούβλο & σίδερο &
καπνός απ ‘ το καμίνι
της ατομικότητας κάνει τ’ αδάκρυτα
μάτια κόκκινα στο Λονδίνο αλλά
κανένα μάτι δε συναντάει τον ήλιο
Αστραποβολημένος απ’ τον ουρανό
χτυπάει του Λόρδου Μπήβερμπρουκ
τ’ άστρο μοντέρνο μονοκόμματο
κτίριο Τύπου που ακουμπάει
στο Λονδρέζικο δρόμο για να κρατήσει
τις τελευταίες κίτρινες ακτίνες
γριές στυλώνουν τα μάτια αφηρημένα
μες απ’ την ομίχλη προς τα ουράνια
γλάστρες καχεκτικές σε περβάζια παραθύρων
απλώνουν πλοκάμια λουλουδιών στο δρόμο
τα συντριβάνια της Τραφάλγκαρ πιτσιλάνε
τα ζεσταμένα από το μεσημέρι περιστέρια
Εγώ ακτινοβολώ σε εκστατική ερημιά
στο θόλο του Αγίου Παύλου
βλέποντας το φως στο Λονδίνο
ή εδώ σ’ ένα κρεβάτι στο Παρίσι
το φέγγος μες απ’ το ψηλό παράθυρο
πάνω στους γύψινους τοίχους
Κοσμάκης στις υπόγειες διαβάσεις
άγιοι φθίνουν άθλια υποκείμενα
γυναίκες του δρόμου συναντούν
την έλλειψη αγάπης κάτω από το
φανάρι του γκαζιού και του νέον
καμμιά γυναίκα στο σπιτικό της
δεν ζει μονιασμένα με τον άντρα της
ούτε τ’ αγόρι αγαπάει τ’ αγόρι
τρυφερή φωτιά στην τακτική της καρδιάς
ηλεκτρισμός τρομάζει την πόλη
το ραδιόφωνο στριγγλίζει για λεφτά
το αστυνομικό φως στις οθόνες της TV
κοροιδεύει τ’ αμυδρό φως της λάμπας
σ’ άδεια δωμάτια τάνκς συγκρούονται
σε καταιγισμό βομβών δε γίνεται
κανένα όνειρο χαράς ανθρώπου
οι εγκέφαλοι των κινηματογραφικών στούντιο
πλασάρουν ναρκωτικά αυτοκίνητα
τενεκεδένια όνειρα του ΄Ερωτα
το μυαλό τρώει καννιβαλικά τις σάρκες του
και το γαμίσι του ανθρώπου δεν είναι άγιο
γιατί δουλειά του ανθρώπου
το πιο πολύ είναι ο πόλεμος
Η κοκκαλιάρα Κίνα λιμάζει πλύση
εγκεφάλου πάνω απ’ τα υδροηλεκτρικά
φράγματα Η Αμερική κρύβει
το λυσσασμένο κρέας στο ψυγείο
Η Βρεττανία μαγειρεύει την Ιερουσαλήμ
κρατάει πολύ η Γαλλία
τρώει πετρέλαιο και ψόφια
σαλάτα μπράτσα και πόδια στην Αφρική
φωνακλάδικο στόμα καταβροχθίζει την
Αραβία νέγροι και λευκοί πολεμούν
ενάντια στους χρυσούς γάμους
η Ρωσική βιομηχανία τρέφει
εκατομμύρια αλλά κανένας μεθυσμένος
δεν μπορεί να ονειρευτεί
του Μαγιακόβσκυ την αυτοκτονία
ουράνιο τόξο πάνω από τις μηχανές
κι αντιμιλιά στον ήλιο
Είμαι στο κρεβάτι στην Ευρώπη
μόνος με παλιά κόκκινα εσώ-
ρουχα συμβολικά του πόθου
για γάμο με την αθανασία
μα η αγάπη του ανθρώπου τέλεια
δεν είναι το Φλεβάρη βρέχει
όπως κάποτε για το Μπωντλαίρ
εδώ κι εκατό χρόνια
αεροπλάνα μουγκρίζουν στον αέρα
αυτοκίνητα φουλάρουν στους δρόμους
ξέρω για που τραβάνε στο θάνατο
σύμφωνοι είναι που ο θάνατος έρχεται
πριν απ’ τη ζωή που άνθρωπος κανείς
τέλεια κανένα δεν αγάπησε κανείς
δε νοιώθει ευτυχία στον καιρό του
το νέο γένος δεν γεννήθηκε είναι
που κλαίω γι’ αυτή την αρχαιότητα
και καταγγέλω τη μέλλουσα χιλιετία
γιατί τον ήλιο είδα του Ατλαντικού
ν’ ακτινοβολείται από σύννεφο θεώρατο
στο Ντόβερ πάνω στους βράχους της ακτής
τάνκερ σε μέγεθος μερμηγκιού που βιράρει
πάνω στον ωκεανό κάτω από σύννεφο
αστραποβόλο και γλάρους που πετούν
μες απ’ του ήλιου τις ατέλειωτες
κλίμακες τρέχοντας στην Αιωνιότητα
για τα μερμήγκια στα μυριάδες λειβάδια
της Αγγλίας για τα ηλιοτρόπια
τα στραμμένα για να καταπιούν του απείρου
τα μικρά χρυσά δελφίνια που πηδούν
μες απ’ το μεσογειακό ουράνιο τόξο
Λευκός καπνός κι αχνός στις ΄Ανδεις
τα ποτάμια της Ασίας λαμπυρίζουν
τυφλοί ποιητές βυθισμένοι σε μοναχικό
απολλώνειο φως στις πλαγιές των λόφων
με τους σκορπισμένους άδειους τάφους
Παρίσι 1958