Αυτοί γύριζαν τον κόσμο με μια μεγάλη λύρα που ακουγόταν σαν δόρυ σε
χάλκινο στέρνο και τραγουδούσαν τις περιπέτειες παλιών ηρώων. Κάποτε
είχαν πολλή δουλειά, αλλά την εποχή εκείνη σπάνια τους άκουγαν. Είχαν
ήδη εμφανιστεί οι λιμοκοντόροι λυρικοί με τα μικρά, ζωηρά τραγούδια
τους. Οι λύρες τους ήταν μικρότερες, στολισμένες με χρυσάφι και έβγαζαν
ζαχαρωμένους ήχους. Οι δύστυχοι οι παλιοί τραγουδιστές, παρόλη την
επιβλητικότητά τους, έφταναν στο σημείο ν’ αντικαθιστούν τους παλιούς
ήρωες με τους νεόπλουτους νοικοκύρηδες, για να βγάλουν το ψωμί τους
-γέροντες ψηλοί με μακριές γενειάδες, φαρδιά στήθη και γεροδεμένα χέρια
να τρώνε σαν ζητιάνοι στην άκρη του δρόμου ή να μετρούν και να
μοιράζονται λίγα νομίσματα...