Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Lawrence Ferlinghetti


Αὐτοβιογραφία
 


Ζω μια ήσυχη ζωή
πάω στο μπαρ του Μάικ κάθε μέρα
κοιτώντας τους πρωταθλητές
της Αίθουσας Μπιλιάρδου του Δάντη
και τους μανιακούς με τα Γαλλικά φλιμπεράκια .
Ζω μια ήσυχη ζωή
στην κάτω ανατολική λεωφόρο του Μπρόντγουέη .
Είμαι ένας Αμερικάνος .
΄Ημουν ένα Αμερικανόπουλο .
Διάβαζα το Περιοδικό για Αμερικανόπουλα  
και έγινα πρόσκοπος
στα προάστεια .
Νόμιζα πως ήμουν ο Τομ Σώγερ
πιάνοντας καραβίδες στο ποτάμι του Μπρόνξ
και φανταζόμουνα πως ήταν ο Μισσισσίππι . 
Είχα ένα γάντι του μπέηζ μπωλ  
και ένα ποδήλατο μάρκας Ιπτάμενος Αμερικάνος .
΄Εκανα διανομή τη Σπιτίσια Συντροφιά της Γυναίκας 
στις πέντε το απόγευμα
ή την εφημερίδα Χέραλντ Τρίμπιουν  
στις πέντε το πρωί .
Ακόμα μπορώ ν'ακούσω τον ήχο της εφημερίδας
όταν πέφτει σε χαμένες βεράντες .
Είχα δυστυχισμένα χρόνια σαν παιδί .
Είδα τον Λίντμπεργκ να προσγειώνεται .
Κοίταξα προς τα παλιά
μα δεν είδα κανέναν άγγελο .
Μ'έπιασαν να κλέβω μολύβια
απ'το Ψιλικατζίδικο του Τάλιρου και του Δεκάρικου
τον ίδιο μήνα έγινα Αητόπουλο στους Προσκόπους .
΄Εκοψα δέντρα για το Παιδικό Αναμορφωτικό Συμβούλιο
και κάθισα πάνω τους .
Αποβιβαστηκα στη Νορμανδία
με μια λέμβο που ντεραπάρησε .
΄Εχω δει τους πιο μορφωμένους στρατούς
στου Ντόβερ την ακτή .
Διαβάζω τη Λόρνα Μόστ
που ήταν ο τρόμος των βιομηχάνων
και είχε πάντα μια μπόμπα πάνω στο γραφείο του .
΄Εχω δει τους σκουπιδιάρηδες να παρελαύνουν
στη γιορτή της Ημέρας του Κολόμβου
πίσω από τους πολύλαλους
τρομπετίστες που έκλαναν .
Δεν έχω πάει στο Κλόιστερ
για πολύ καιρό
ούτε στο Τηίλερι
αλλά σκέφτομαι ακόμα
να πάω .
΄Εχω δει τους σκουπιδιάρηδες να παρελαύνουν
όταν χιόνιζε .
΄Εχω φάει σάντουιτς με λουκάνικο στο γήπεδο .
Έχω ακούσει την Προσφώνηση για το Γκέττυσμπεργκ .   
Μου αρέσει εδώ
και δεν θέλω να γυρίσω
από κει που ήλθα .
Έχω κι εγώ καβαλήσει βαγόνια πλατφόρμες 
πλατφόρμες πλατφόρμες .
΄Εχω βρεθεί στην Ασία
με το Νώε στην Κιβωτό .
΄Εχω βρεθεί στις Ινδίες
όταν χτιζόταν η Ρώμη .
΄Εχω βρεθεί στη Φάτνη
με έναν ΄Ονο .
΄Εχω δει τν Αιώνιο Διανομέα
από έναν ΄Ασπρο Λόφο
στο Νότιο Σαν Φρανσίσκο
και τη Γελαστή Γυναίκα στο Πάρκο της Τρέλας
΄εξω απ'το Σπίτι της Χαράς
σε μια γερή νεροποντή
ακόμα να γελά .
Ζω μια ήσυχη ζωή
έξω από το μπαρ του Μάικ κάθε μέρα
βλέποντας τον κόσμο να περνά
με τα περίεργα παπούτσια του .
Μια φορά ξεκίνησα
να κάνω το γύρο του κόσμου με τα πόδια
αλλά σταμάτησα στο Μπρούκλιν .
Εκείνη η Γέφυρα πήγαινε πολύ για μένα .
΄Εχω μπλέξει με τη σιωπή
την εξορία και την πονηριά .
Πέταξα πολύ κοντά στον ήλιο
και μού 'φυγαν οι κέρινες φτερούγες .
Ψάχνω για το Χαμένο Αρχηγό
που πετάξαμε μαζί .
Οι νέοι θα 'πρεπε να γίνουν εξερευνητές .
Αλλά η Μητέρα ποτέ δεν μου είπε
ότι θα υπήρχαν σκηνές σαν κι αυτές .
Κουρασμένος απ'τη Μήτρα
ξεκουράζομαι .
΄Εχω ταξιδέψει
΄Εχω δει τη Λωλή πολιτεία .
΄Εχω ζήσει τη μαζική ανακατωσούρα .
΄Εχω ακούσει τον Κίντ ΄Ορυ να κλαίει .
΄Εχω ακούσει ένα τρομπόνι να κάνει κήρυγμα .  
Έχω ακούσει τον Ντεμπυσσύ
μέσα από ένα στυπόχαρτο .
΄Εχω κοιμηθεί σε εκατό νησιά
όπου τα βιβλία ήταν δέντρα .
΄Εχω ακούσει τα πουλιά
να ηχούν σαν καμπάνες . 
΄Εχω κατοικήσει σε εκατό πόλεις
όπου τα δέντρα ήταν βιβλία .
Τι υπόγειοι σιδηρόδρομοι τι ταξί τι καφενεία !
Τι γυναίκες με τυφλά βυζιά
με τα μέλη χαμένα ανάμεσα στους ουρανοξύστες !
΄Εχω δει αγάλματα ηρώων
σε μικρές πλατείες .
Τον Δαντών να κλαίει σε μια είσοδο του μετρό
τον Κολόμβο στη Μπαρτσελόνα
να δείχνει δυτικά προς τις Ράμπλας
προς τα γραφεία της Αμέρικαν Εξπρές
τον Λίνκολν στην πέτρινη καρέκλα του
και ένα μεγάλο Πέτρινο Πρόσωπο
στη Βόρειο Ντακότα .
Ξέρω πως ο Κολόμβος
δεν εφεύρε την Αμερική .
΄Εχω ακούσει εκατό διαρηγμένους ΄Εζρα Πάουντ .
Θά 'πρεπε να τους λευτερώσουν όλους .
Είναι πολύς καιρός που ήμουνα βοσκός .
Ζω μια ήσυχη ζωή
στο μπαρ του Μάικ κάθε μέρα
διαβάζοντας τις μικρές αγγελίες .
΄Εχω διαβάσει το Ρήντερς Ντάιτζεστ
από εξώφυλλο σ'εξώφυλλο
Και πρόσεξα το πόσο μοιάζουν
οι Ενωμένες Πολιτείες με τη Γη της Επαγγελίας
όπου το κάθε κέρμα είναι σταμπαρισμένο
με το Στο Θεό βασιζόμαστε
αλλά τα χάρτινα δολλάρια δεν τό 'χουν
όντας Θεοί από μόνα τους .
Διαβάζω τις αγγελίες καθημερινά
ψάχνοντας για μια πέτρα για ένα φύλλο
για μια πόρτα που δεν έχει βρεθεί .
Ακούω την Αμερική να τραγουδά
στο Χρυσό Οδηγό .
Κανείς δεν θα μπορούσε να ξέρει
πως η ψυχή έχει φάσεις οργής .
Διαβάζω τις εφημερίδες κάθε μέρα
και ακούω την ανθρωπότητα να τα χάνει
μες τη θλιβερή πληθώρα του τυπογραφείου .
Βλέπω ότι η λιμνούλα του Βάλντεν έχει αποξηραθεί
για να γίνει ένα Λούνα Πάρκ .   
Βλέπω ότι κάνουν τον Μέλβιλ
να φάει τη φάλαινά του .
Βλέπω έναν άλλο πόλεμο νά 'ρχεται 
μα δε θα βρεθώ εκεί να πολεμήσω .
΄Εχω δει τα γραψίματα
στον τοίχο του αποχωρητηρίου της αυλής .
Βοήθησα τον Κίρλου να τα γράψει .
Παρέλασα στην Πέμπτη Λεωφόρο
παίζοντας μια τρομπέτα
με ένα μεθυσμένο απόσπασμα
αλλά γύρισα πίσω γρήγορα στην Κάσμπα
ψάχνοντας το σκύλο μου .
Βλέπω μια ομοιότητα
ανάμεσα στα σκυλιά και σε μένα .
Τα σκυλιά είναι οι αληθινοί παρατηρητές
γυρνώντας πάνω κάτω στον κόσμο
μέσα από τη χώρα των Μολλόυ .
΄Εχω περάσει από σοκάκια
πολύ στενά για τις Κράυσλερ .
΄Εχω δει εκατό κάρα γαλατάδικα
δίχως άλογα
σε ένα οικόπεδο στην Αστόρια .
΄Εχω ακούσει το τραγούδι του παλιατζή .
΄Εχω ταξιδεψει σε σούπερ εθνικές οδούς
και έχω πιστεψει την υπόσχεση των διαφημίσεων .
΄Εχω διασχίσει την πεδιάδα του Τζέρσει
και έχω δει τις Πόλεις του Κάμπου
και κυλίστηκα στον άγριο βούρκο του Γουέστεστερ
με τις ομάδες των ντόπιων νομάδων του
μέσα σε φοτηγάκια .
Τους έχω δει .
Είμαι ο άνθρωπος εκείνος .
΄Η μουν εκεί .
Υπόφερα
κάπως .
Είμαι ένας Αμερικάνος .
΄Εχω διαβατήριο .
Δεν υπόφερα ποτέ δημόσια .
Είμαι αυτοδημιούργητος .
Και έχω σχέδια για το μέλλον .
΄Εχω σειρά για ένα
σπουδαίο πόστο .
Μπορεί να μετακομίσω
στο Ντητρόιτ .
Είμαι προσωπικά μόνο 
πλασιέ σε γραβάτες .
Είμαι ένας καλός φιλαράκος .
Είμαι ένα ανοιχτό βιβλίο
για το αφεντικό μου .
Είμαι το τέλειο μυστήριο
για τους καλύτερούς  μου φίλους .
Ζω μια ήσυχη ζωή
σετο μπαρ του Μάικ κάθε μέρα
ανατενίζοντας τον αφαλό μου .
Είμαι ένα κομμάτι
της παλιάς τρέλας του κορμιού .
΄Εχω περιπλανηθεί σε διάφορα
δάση της νύχτας .
΄Εχω ακουμπήσει σε μεθυσμένες πόρτες .
΄Εχω γράψει άγριες ιστορίες
δίχως σημεία στίξης .
Είμαι ο άνθρωπος εκείνος .
΄Ημουν εκεί .
Υπόφερα .
Κάθησα σε μια άβολη καρέκλα .
Είμαι ένα δάκρυ του ήλιου .
Είμαι ένας λόφος
όπου τρέχουν οι ποιητές .
Εφεύρα το αλφάβητο
αφού είδα τους γερανούς να πετούν
Και να φτιάχνουν γράμματα
με τα πόδια τους .
Είμαι μια λίμνη στο λειβάδι .
Είμαι μια λέξη
σ'ένα δέντρο .
Είμαι ένας λόφος ποίησης .
Είμαι μια επιδρομή
στο άναρθρο .
΄Εχω ονειρευτεί
ότι μου 'πεσαν όλα τα δόντια
αλλά έζησε η γλώσσα μου
για να πει το παραμύθι .
Γιατί είμαι ένας αποστακτήρας
της ποίησης .
Είμαι μια τράπεζα τραγουδιών .
Είμαι ένας πιανίστας
σ'ένα εγκαταλειμένο καζίνο
σε μια παραλιακή πλατεία
στην πυκνή ομίχλη
και παίζω ακόμη .
Βρίσκω μια ομοιότητα
ανάμεσα στη Γελαστή Γυναίκα
και σε μένα .
΄Εχω ακούσει τον ήχο του καλοκαιριού
στη βροχή .
΄Εχω δει κορίτσια σε εξέδρες
νά 'χου
ν μπλεγμένες αισθήσεις .
Καταλαβαίνω τους δισταγμούς τους.
Είμαι ένας φρουτοσυλλέκτης .
΄Εχω δει πως τα φιλιά
προκαλούν την ευφορία .
΄Εχω δει καμηλοπαρδάλεις
σε ζουγκλογυμναστήρια
οι λαιμοί τους όπως ο έρωτας
νά'ναι τυλιγμένοι στις σιδερένιες συνθήκες
του κόσμου .
΄Εχω δει την Αφροδίτη
δίχως χέρια
στο γιομάτο ρεύματα διάδρομό της .
΄Εχω ακούσει μια σειρήνα
να συρίζει
στο αριθμό ΄Ενα της Πέμπτης Λεωφόρου .
΄Εχω δει την Άσπρη Θεά
να χορεύει
στην οδό των Καλών Τεχνών
στις Δεκατέσσερις Ιουλίου
και την ΄Ομορφη Γυναίκα την Ανελέητη
να σκαλίζει τη μύτη της στου Τσάμλει .
Δεν μιλούσε Αγγλικά .
Είχε ξανθά μαλλιά
και μια βραχνή φωνή
και ούτε ένα πουλί τραγούδησε .
Ζω μια ήσυχη ζωή
στο μπαρ του Μάικ κάθε μέρα
να βλέπω τους παίχτες του μπιλιάρδου
να βρίσκονται σε φάση μινεστρόνε
να κατεβάζουν μακαρόνια
και έχω διαβάσει κάπου
το Νόημα της ΄Υπαρξης
αλλά έχω ξεχάσει
ακριβώς που .
΄Αλλα είμαι ο άνθρωπος εκείνος
και θα είμαι εκεί .
Και μπορεί να κάνω τα χείλια
αυτών που κοιμούνται
να μιλήσουν
Και μπορεί να κάνω τα τετράδιά μου  
να γίνουν δεμάτια γρασίδι .
Και μπορεί να γράψω τον ίδιο μου
τον επώνυμο επιτάφιο
που να οδηγεί τους καβαλάρηδες
να περάσουν .    
  
    
   

Autobiography

I am leading a quiet life
in Mike’s Place every day
watching the champs
of the Dante Billiard Parlor
and the French pinball addicts.
I am leading a quiet life
on lower East Broadway.
I am an American.
I was an American boy.
I read the American Boy Magazine
and became a boy scout
in the suburbs.
I thought I was Tom Sawyer
catching crayfish in the Bronx River
and imagining the Mississippi.
I had a baseball mit
and an American Flyer bike.
I delivered the Woman’s Home Companion
at five in the afternoon
or the Herald Trib
at five in the morning.
I still can hear the paper thump
on lost porches.
I had an unhappy childhood.
I saw Lindbergh land.
I looked homeward
and saw no angel.
I got caught stealing pencils
from the Five and Ten Cent Store
the same month I made Eagle Scout.
I chopped trees for the CCC
and sat on them.
I landed in Normandy
in a rowboat that turned over.
I have seen the educated armies
on the beach at Dover.
I have seen Egyptian pilots in purple clouds
shopkeepers rolling up their blinds
at midday
potato salad and dandelions
at anarchist picnics.
I am reading ‘Lorna Doone’
and a life of John Most
terror of the industrialist
a bomb on his desk at all times.
I have seen the garbagemen parade
in the Columbus Day Parade
behind the glib
farting trumpeters.
I have not been out to the Cloisters
in a long time
nor to the Tuileries
but I still keep thinking
of going.
I have seen the garbagemen parade
when it was snowing.
I have eaten hotdogs in ballparks.
I have heard the Gettysburg Address
and the Ginsberg Address.
I like it here
and I won’t go back
where I came from.
I too have ridden boxcars boxcars boxcars.
I have travelled among unknown men.
I have been in Asia
with Noah in the Ark.
I was in India
when Rome was built.
I have been in the Manger
with an Ass.
I have seen the Eternal Distributor
from a White Hill
in South San Francisco
and the Laughing Woman at Loona Park
outside the Fun House
in a great rainstorm
still laughing.
I have heard the sound of revelry
by night.
I have wandered lonely
as a crowd.
I am leading a quiet life
outside of Mike’s Place every day
watching the world walk by
in its curious shoes.
I once started out
to walk around the world
but ended up in Brooklyn.
That Bridge was too much for me.
I have engaged in silence
exile and cunning.
I flew too near the sun
and my wax wings fell off.
I am looking for my Old Man
whom I never knew.
I am looking for the Lost Leader
with whom I flew.
Young men should be explorers.
Home is where one starts from.
But Mother never told me
there’d be scenes like this.
Womb-weary
I rest
I have travelled.
I have seen goof city.
I have seen the mass mess.
I have heard Kid Ory cry.
I have heard a trombone preach.
I have heard Debussy
strained thru a sheet.
I have slept in a hundred islands
where books were trees.
I have heard the birds
that sound like bells.
I have worn grey flannel trousers
and walked upon the beach of hell.
I have dwelt in a hundred cities
where trees were books.
What subways what taxis what cafes!
What women with blind breasts
limbs lost among skyscrapers!
I have seen the statues of heroes
at carrefours.
Danton weeping at a metro entrance
Columbus in Barcelona
pointing Westward up the Ramblas
toward the American Express
Lincoln in his stony chair
And a great Stone Face
in North Dakota.
I know that Columbus
did not invent America.
I have heard a hundred housebroken Ezra Pounds.
They should all be freed.
It is long since I was a herdsman.
I am leading a quiet life
in Mike’s Place every day
reading the Classified columns.
I have read the Reader’s Digest
from cover to cover
and noted the close identification
of the United States and the Promised Land
where every coin is marked
In God We Trust
but the dollar bills do not have it
being gods unto themselves.
I read the Want Ads daily
looking for a stone a leaf
an unfound door.
I hear America singing
in the Yellow Pages.
One could never tell
the soul has its rages.
I read the papers every day
and hear humanity amiss
in the sad plethora of print.
I see where Walden Pond has been drained
to make an amusement park.
I see they’re making Melville
eat his whale.
I see another war is coming
but I won’t be there to fight it.
I have read the writing
on the outhouse wall.
I helped Kilroy write it.
I marched up Fifth Avenue
blowing on a bugle in a tight platoon
but hurried back to the Casbah
looking for my dog.
I see a similarity
between dogs and me.
Dogs are the true observers
walking up and down the world
thru the Molloy country.
I have walked down alleys
too narrow for Chryslers.
I have seen a hundred horseless milkwagons
in a vacant lot in Astoria.
Ben Shahn never painted them
but they’re there
askew in Astoria.
I have heard the junkman’s obbligato.
I have ridden superhighways
and believed the billboard’s promises
Crossed the Jersey Flats
and seen the Cities of the Plain
And wallowed in the wilds of Westchester
with its roving bands of natives
in stationwagons.
I have seen them.
I am the man.
I was there.
I suffered
somewhat.
I am an American.
I have a passport.
I did not suffer in public.
And I’m too young to die.
I am a selfmade man.
And I have plans for the future.
I am in line
for a top job.
I may be moving on
to Detroit.
I am only temporarily
a tie salesman.
I am a good Joe.
I am an open book
to my boss.
I am a complete mystery
to my closest friends.
I am leading a quiet life
in Mike’s Place every day
contemplating my navel.
I am a part
of the body’s long madness.
I have wandered in various nightwoods.
I have leaned in drunken doorways.
I have written wild stories
without punctuation.
I am the man.
I was there.
I suffered
somewhat.
I have sat in an uneasy chair.
I am a tear of the sun.
I am a hill
where poets run.
I invented the alphabet
after watching the flight of cranes
who made letters with their legs.
I am a lake upon a plain.
I am a word
in a tree.
I am a hill of poetry.
I am a raid
on the inarticulate.
I have dreamt
that all my teeth fell out
but my tongue lived
to tell the tale.
For I am a still
of poetry.
I am a bank of song.
I am a playerpiano
in an abandoned casino
on a seaside esplanade
in a dense fog
still playing.
I see a similarity
between the Laughing Woman
and myself.
I have heard the sound of summer
in the rain.
I have seen girls on boardwalks
have complicated sensations.
I understand their hesitations.
I am a gatherer of fruit.
I have seen how kisses
cause euphoria.
I have risked enchantment.
I have seen the Virgin
in an appletree at Chartres
And Saint Joan burn
at the Bella Union.
I have seen giraffes in junglejims
their necks like love
wound around the iron circumstances
of the world.
I have seen the Venus Aphrodite
armless in her drafty corridor.
I have heard a siren sing
at One Fifth Avenue.
I have seen the White Goddess dancing
in the Rue des Beaux Arts
on the Fourteenth of July
and the Beautiful Dame Without Mercy
picking her nose in Chumley’s.
She did not speak English.
She had yellow hair
and a hoarse voice
I am leading a quiet life
in Mike’s Place every day
watching the pocket pool players
making the minestrone scene
wolfing the macaronis
and I have read somewhere
the Meaning of Existence
yet have forgotten
just exactly where.
But I am the man
And I’ll be there.
And I may cause the lips
of those who are asleep
to speak.
And I may make my notebooks
into sheaves of grass.
And I may write my own
eponymous epitaph
instructing the horsemen
to pass.

Mετάφραση :Κώστας Γιαννουλόπουλος και Φώτης Αθέρας 
poemhunter.