Όταν χάλασε το πλυντήριο
Έσυρα την παλάμη μου
στο ξεβαμμένο τοιχάκι
του πλυσταριού
είδα τη γιαγιά μου
με τ' αναψοκοκκισμένα
μάγουλα
να τραγουδά
στου ποταμού την ούγια
τα στήθη της ανεβοκατέβαιναν
γλυκό ανάσας πανηγύρι
κι εγώ φορούσα
στο κεφάλι
πολύχρωμο μαντήλι
μπαλόνι παιδικό
μ΄αφήσανε να στύψω
τα ασπρόρουχα
εκείνος
ο συνεσταλμένος καταρράχτης
που δρόσισε τα πόδια τους
το πρώτο ποίημά μου
Έσυρα την παλάμη μου
στο ξεβαμμένο τοιχάκι
του πλυσταριού
είδα τη γιαγιά μου
με τ' αναψοκοκκισμένα
μάγουλα
να τραγουδά
στου ποταμού την ούγια
τα στήθη της ανεβοκατέβαιναν
γλυκό ανάσας πανηγύρι
κι εγώ φορούσα
στο κεφάλι
πολύχρωμο μαντήλι
μπαλόνι παιδικό
μ΄αφήσανε να στύψω
τα ασπρόρουχα
εκείνος
ο συνεσταλμένος καταρράχτης
που δρόσισε τα πόδια τους
το πρώτο ποίημά μου
Κι ύστερα στην ταράτσα
άσπρο δάσος φυτέψαμε
για να τρομάξει το σκοτάδι
κλεφτά φιλιά σου έδινα
ανάμεσα στα δέντρα τα λευκά
και τα σεντόνια
γίνηκαν πανιά της θάλασσας
τα φανελάκια
τ' ουρανού ευχές
μα τα φιλιά σου
ήτανε πάντα φιλιά...
Τι απογοήτευση το πρωινό!
τον μάστορα δεν έβρισκα
μα προπαντός δεν ήξερα
πως να' βρω τα φιλιά σου...