Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Eugène Pottier




Otto Nagel : Πρωινή Βάρδια , 1929 .




Η ΔΙΕΘΝΗΣ



Εμπρός της γης οι κολασμένοι ,
της πείνας σκλάβοι εμπρός , εμπρός .
Το δίκιο απ' τον κρατήρα βγαίνει
σα βροντή , σαν κεραυνός .

Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια
τώρα εμείς οι ταπεινοί της γης ,
που ζούσαμε στην καταφρόνια
θα γίνουμε το παν εμείς .

Στον αγώνα ενωμένοι
κι ας μη λείψει κανείς .
Ω , νάτη μας προσμένη
στον κόσμο η Διεθνής !

Θεοί , αρχόντοι , βασιλιάδες ,
με πλάνα λόγια μας γελούν ,
της γης οι δούλοι και οι ραγιάδες
μοναχοί τους θα σωθούν .

Για να λείψουν τα δεσμά μας ,
για να πάψει πια η σκλαβιά ,
να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας
και της ψυχής μας τη φωτιά .

Στον αγώνα ενωμένοι
κι ας μη λείψει κανείς .
Ω , νάτη μας προσμένει
στον κόσμο η Διεθνής !

Τώρα πια κόρακες κι ακρίδες
δεν σκεπάζουν τον ουρανό
χρυσές ο ήλιος στέλνει αχτίδες
χαμόγελο παντοτεινό .

Κι αν θελήσουν να δοκιμάσουν
της ψυχής μας τους κεραυνούς
θα δούνε τότε , αν προφτάσουν ,
πως είναι σφαίρες μας γι' αυτούς .

Την '' Διεθνή '' έγραψε ο προλετάριος Ευγένιος Ποτιέ ,
 ( 4.12ου 1816 - 8.11ου 1887 ,Παρίσι ),τον Ιούνη του 1871

Μετάφραση :  Ο Γιάγκος Κανονίδης

 Το ανταρτικό και το επαναστατικό τραγούδι






L ' INTERNATIONALE



        C’est la lutte finale :  
                      Groupons-nous, et demain,   
 L’Internationale  
Sera le genre humain


 

Debout ! les damnés de la terre !
Debout ! les forçats de la faim !
La raison tonne en son cratère :
C’est l’éruption de la fin.
Du passé faisons table rase,
Foule esclave, debout ! debout !
Le monde va changer de base :
Nous ne sommes rien, soyons tout !

 

Il n’est pas de sauveurs suprêmes :
Ni Dieu, ni César, ni tribun,
Producteurs, sauvons-nous nous-mêmes !
Décrétons le salut commun !

Pour que le voleur rende gorge,
Pour tirer l’esprit du cachot,
Soufflons nous-mêmes notre forge,
Battons le fer quand il est chaud !

L’État comprime et la loi triche ;
L’Impôt saigne le malheureux ;
Nul devoir ne s’impose au riche ;
Le droit du pauvre est un mot creux.
 

C’est assez languir en tutelle,
L’Égalité veut d’autres lois ;
« Pas de droits sans devoirs, dit-elle
« Égaux, pas de devoirs sans droits ! »

Hideux dans leur apothéose,
Les rois de la mine et du rail
Ont-ils jamais fait autre chose
Que dévaliser le travail ?
Dans les coffres-forts de la bande
Ce qu’il a créé s’est fondu
En décrétant qu’on le lui rende
Le peuple ne veut que son dû.

 

Les Rois nous soûlaient de fumées,
Paix entre nous, guerre aux tyrans !
Appliquons la grève aux armées,
Crosse en l’air, et rompons les rangs !
S’ils s’obstinent, ces cannibales,
À faire de nous des héros,
Ils sauront bientôt que nos balles
Sont pour nos propres généraux.


Ouvriers, paysans, nous sommes
Le grand parti des travailleurs ;
La terre n’appartient qu’aux hommes,
L’oisif ira loger ailleurs.
Combien de nos chairs se repaissent !
Mais, si les corbeaux, les vautours,
Un de ces matins, disparaissent,
Le soleil brillera toujours !
 



   C’est la lutte finale :  
                  Groupons-nous, et demain,   
 L 'Internationale   
Sera le genre humain

 


Paris ,  juin 1871.

Allen Ginsberg : Eυρώπη ! Ευρώπη !



Κόσμε κόσμε κόσμε
κάθομαι στο δωματιό μου
φαντάζομαι το μέλλον
το Παρίσι λιάζεται
είμαι μόνος δεν υπάρχει
κανείς μ’ αγάπη τέλεια
ο άνθρωπος είναι τρελός
η αγάπη του δεν είναι τέλεια
δεν έκλαψα αρκετά
το στήθος μου θα ‘ ναι βαρύ
έως θανάτου οι πόλεις
φάσματα των στροφάλων
του πολέμου οι πόλεις είναι
δουλειά & τούβλο & σίδερο &
καπνός απ ‘ το καμίνι
της ατομικότητας κάνει τ’ αδάκρυτα
μάτια κόκκινα στο Λονδίνο αλλά
κανένα μάτι δε συναντάει τον ήλιο
Αστραποβολημένος απ’ τον ουρανό
χτυπάει του Λόρδου Μπήβερμπρουκ
τ’ άστρο μοντέρνο μονοκόμματο
κτίριο Τύπου που ακουμπάει
στο Λονδρέζικο δρόμο για να κρατήσει
τις τελευταίες κίτρινες ακτίνες
γριές στυλώνουν τα μάτια αφηρημένα
μες απ’ την ομίχλη προς τα ουράνια
γλάστρες καχεκτικές σε περβάζια παραθύρων
απλώνουν πλοκάμια λουλουδιών στο δρόμο
τα συντριβάνια της Τραφάλγκαρ πιτσιλάνε
τα ζεσταμένα από το μεσημέρι περιστέρια
Εγώ ακτινοβολώ σε εκστατική ερημιά
στο θόλο του Αγίου Παύλου
βλέποντας το φως στο Λονδίνο
ή εδώ σ’ ένα κρεβάτι στο Παρίσι
το φέγγος μες απ’ το ψηλό παράθυρο
πάνω στους γύψινους τοίχους
Κοσμάκης στις υπόγειες διαβάσεις
άγιοι φθίνουν άθλια υποκείμενα
γυναίκες του δρόμου συναντούν
την έλλειψη αγάπης κάτω από το
φανάρι του γκαζιού και του νέον
καμμιά γυναίκα στο σπιτικό της
δεν ζει μονιασμένα με τον άντρα της
ούτε τ’ αγόρι αγαπάει τ’ αγόρι
τρυφερή φωτιά στην τακτική της καρδιάς
ηλεκτρισμός τρομάζει την πόλη
το ραδιόφωνο στριγγλίζει για λεφτά
το αστυνομικό φως στις οθόνες της TV
κοροιδεύει τ’ αμυδρό φως της λάμπας
σ’ άδεια δωμάτια τάνκς συγκρούονται
σε καταιγισμό βομβών δε γίνεται
κανένα όνειρο χαράς ανθρώπου
οι εγκέφαλοι των κινηματογραφικών στούντιο
πλασάρουν ναρκωτικά αυτοκίνητα
τενεκεδένια όνειρα του ΄Ερωτα
το μυαλό τρώει καννιβαλικά τις σάρκες του
και το γαμίσι του ανθρώπου δεν είναι άγιο
γιατί δουλειά του ανθρώπου
το πιο πολύ είναι ο πόλεμος
Η κοκκαλιάρα Κίνα λιμάζει πλύση
εγκεφάλου πάνω απ’ τα υδροηλεκτρικά
φράγματα Η Αμερική κρύβει
το λυσσασμένο κρέας στο ψυγείο
Η Βρεττανία μαγειρεύει την Ιερουσαλήμ
κρατάει πολύ η Γαλλία
τρώει πετρέλαιο και ψόφια
σαλάτα μπράτσα και πόδια στην Αφρική
φωνακλάδικο στόμα καταβροχθίζει την
Αραβία νέγροι και λευκοί πολεμούν
ενάντια στους χρυσούς γάμους
η Ρωσική βιομηχανία τρέφει
εκατομμύρια αλλά κανένας μεθυσμένος
δεν μπορεί να ονειρευτεί
του Μαγιακόβσκυ την αυτοκτονία
ουράνιο τόξο πάνω από τις μηχανές
κι αντιμιλιά στον ήλιο
Είμαι στο κρεβάτι στην Ευρώπη
μόνος με παλιά κόκκινα εσώ-
ρουχα συμβολικά του πόθου
για γάμο με την αθανασία
μα η αγάπη του ανθρώπου τέλεια
δεν είναι το Φλεβάρη βρέχει
όπως κάποτε για το Μπωντλαίρ
εδώ κι εκατό χρόνια
αεροπλάνα μουγκρίζουν στον αέρα
αυτοκίνητα φουλάρουν στους δρόμους
ξέρω για που τραβάνε στο θάνατο
σύμφωνοι είναι που ο θάνατος έρχεται
πριν απ’ τη ζωή που άνθρωπος κανείς
τέλεια κανένα δεν αγάπησε κανείς
δε νοιώθει ευτυχία στον καιρό του
το νέο γένος δεν γεννήθηκε είναι
που κλαίω γι’ αυτή την αρχαιότητα
και καταγγέλω τη μέλλουσα χιλιετία
γιατί τον ήλιο είδα του Ατλαντικού
ν’ ακτινοβολείται από σύννεφο θεώρατο
στο Ντόβερ πάνω στους βράχους της ακτής
τάνκερ σε μέγεθος μερμηγκιού που βιράρει
πάνω στον ωκεανό κάτω από σύννεφο
αστραποβόλο και γλάρους που πετούν
μες απ’ του ήλιου τις ατέλειωτες
κλίμακες τρέχοντας στην Αιωνιότητα
για τα μερμήγκια στα μυριάδες λειβάδια
της Αγγλίας για τα ηλιοτρόπια
τα στραμμένα για να καταπιούν του απείρου
τα μικρά χρυσά δελφίνια που πηδούν
μες απ’ το μεσογειακό ουράνιο τόξο
Λευκός καπνός κι αχνός στις ΄Ανδεις
τα ποτάμια της Ασίας λαμπυρίζουν
τυφλοί ποιητές βυθισμένοι σε μοναχικό
απολλώνειο φως στις πλαγιές των λόφων
με τους σκορπισμένους άδειους τάφους

                                                                                         Παρίσι 1958
  
Μετάφραση : Aρης Μπερλής




 

Μιχάλης Κατσαρός : Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ


 
 

Αντισταθείτε
σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει : '' καλά είμαι εδώ ''
Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει : '' Δόξα σοι ο Θεός '' .
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία '' εισαγωγαί-εξαγωγαί ''
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ .



Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες ατέλειωτες
τις παρελάσεις
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τύμπανα και τιςπαράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ .
Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους .



Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
 στον άνεμο
σ'όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα , σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε .


Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία .


* Το ποίημα  αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δημοκρατικός Τύπος ,
λογοκριμένο από προοδευτικό διανοούμενο .
Αναγκάστηκα να διαμαρτυρηθώ στο επόμενο φύλλο της ίδιας
εφημερίδας με το Υστερόγραφο .


Υστερόγραφο


 Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
- καθώς διαβάστηκε -
ήταν ένα άλογο ακέραιο .
Πριν διαβαστεί 
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια .

Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους .

Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο
εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν -
τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα
ποιος είναι αυτός που πνίγει .

Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκειςς απαίσια βουβός σαν πεθαμένος :

Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν .


Από την εφημερίδα ΜΙΑ ΕΚΤΗ Γενάρης 1992 φύλλο 1


Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Stéphane Mallarmé




Το ποίημα << Un coup de dés jamais n'abolira le hasard >>

γράφτηκε το 1897 και δημοσιεύτηκε σε μια σελίδα στο αγγλικό

λογοτεχνικό περιοδικό Cosmopolis το Μάη του 1898 . Υπό μορφής

βιβλίου εκδόθηκε το 1914 μετά το θάνατο του Mallarme ( 09.09.1898 ) ,

έχοντας ως βάση τις εκτενείς σημειώσεις και οδηγίες του ποιητή ...

[ Πίνακας του  Édouard Manet , 1876 ]




















Un coup de dés jamais n’abolira le hasard/Édition Cosmopolis 1897

Περισσότερα Εδώ http://fr.wikisource.org