Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Γιώργος Βλάχος : [ Η πένα μου ... ]

 



 

Η πένα είναι βράδυ προφήτη στο όρος των Ελαιών

Η πένα δεν είναι , Εσταυρωμένη ανάσα , νεογέννητου ΄Ηλιου
Η πένα δεν είναι αόμματο ταξίδι ως τη Γη του Πυρός .

Η πένα σκαλίζει το χθες και οχυρώνει το αύριο .
Η πένα δεν αστειεύεται 12 μ.μ. στο 2000 άπειρο .

Η πένα σηκώνει τη σκαπάνη στα σύνορα των πολιτισμών .
Μιλάει με το Βούδα , και Τον Χριστό .
Στα παιδιά , χαρτομάντηλα , μιλάει με πατέρα νταβά .

Η πένα σκηνοθετεί του πλανήτη το image ,
δεν έχει στρατό για πεδία μαχών ,
δεν έχει πρεμιέρα και πρόβα τζενεράλε ,
δεν είναι θέατρο σκιών
τον Αύγουστο σε παραλία .

Δεν είναι εκδότης πουτάνα από μάνα ρουφιάνα .

Η πένα σκύβει πάνω στο Κασμίρ , στα Φόκλαντ ,
στις Φαρόες , στο Ιράκ , στο Ναουρού μέσα στο φωσφάτο .

Η πένα σκύβει εκεί που οι πόρνες σταυρώνονται .

Η πένα δεν είναι υποτελές κρατίδιο
με πρόεδρο τζιτζιφιόγκο ,
δεν είναι γονυπετής προσκυνητής
σε εικόνες Αγίων ,
δεν είναι ανακυκλωμένο σκουπίδι
στη χωματερή του χρόνου ,
δεν είναι χαζοχαρούμενη προστάτιδα
σε πολυεθνικό παιδομάζωμα ,
δεν είναι μόδιστρος της ιστορίας ,
δεν είναι μανεκέν πολυεθνικών σαλονιών ,
δεν είναι ομοφυλόφιλα βράδια ,
δεν είναι Πόντιος Πιλάτος ,
δεν είναι ερωτευμένος δικτάτορας .

Η πένα ,
η πένα μου , δεν κάνει αστεία
τραγουδάει με τα σκυλιά
και τον άνθρωπο φτύνει .


Δεν έχω visa για την ελευθερία

Γιώργος Βλάχος

σ . - 14 - 15  -
 

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Γιώργος Βλάχος : [ Η Τρέλα μου ... ]

Η τρέλα μου αναρριχάται
καλπάζει , τραγουδάει στα Ουράλια ,
στα Ιμαλάια , στις ΄Ανδεις ,
γίνεται παιάνας ,
γίνεται ένα με Ινδούς και Ινδιάνους .

Αγαπάει εκατομμύρια γυναίκες και άστρα ,
ταξιδεύει με το σμήνος του χρόνου ,
γίνεται λουλούδι , μέλισσα , πεταλούδα ,
μεθυσμένη απ' τη γύρη της φύσης ,
πίνει κρασί στο πατητήρι του έρωτα ,
στην οδό Γολγοθά αναπνέει και εισβάλει
σαν τανκ στο ιερό του Βούδα και προσεύχεται .

Η τρέλα μου είναι Πυρηνικό Εργοστάσιο
στους πρόποδες του Νεπάλ ,
στις ακτές του Μπαγκλαντές
στην Αβάνα της Κούβας .

Η τρέλα μου πατάει το σήμερα
Ραπίζει το χτες
Ανασταίνει το αύριο .

Η τρέλα μου κυματίζει σε καταφύγιο
της Αναπούρνα ,
μέσα στο ψυχιατρείο των άστρων βασιλεύει ,
ανασταίνει τη γήινη θλίψη
αστράτευτη κόρη .

Γιώργος Βλάχος

Δεν έχω visa για την ελευθερία
  
σ . - 16 -

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Βαλάντης Βορδός


Μηχανοδηγός Blake

Έλα μπές στο τραινάκι
του τρόμου
να σου δείξω τους νεκρούς
την μάνα τον πατέρα σου
και όλο σου το σόι
-Wiliam δεν έχω μαρκαδόρους
χαρτιά να καταγράψω
μου σώθηκε το αίμα

- φευ! σε τέτοιες εποχές
που ρέει άφθονο
είναι τόσο φθηνό

Και δώστου μου ανοίγει μια βαλίτσα
γεμάτη μπουκαλάκια

Πάρε από Καρούζο κόκκινο κι από Ρεμπώ φαρμάκι
'' σφάξε την μια ομορφιά,να πιεί το αίμα η άλλη ''
και μου δίνει μια στα δάχτυλα και μου τα σπάει
'' πάρε την ομορφιά στα γόνατα,βρές την πικρή και φτύστηνα ''

Θέε μου πού εκβάλω φώναξα ποιανού ανέμου
είμαι η σκόνη μηχανοδηγέ Blake ;

Στρίβοντας το αγκίστρι στο στόμα
του ύπνου μου
- η κόλαση είναι γλυκιά για τους πρωτοεμφανιζόμενους
είπε
μετά
θα θυμάσαι κι εσύ κι οι όμοιοι σου
τι λήθη σας περιμένει

Πρώτη δημοσίευση 

Η φώτο  '' Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης ''
William Blake

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Seamus Heaney




Tο υπουργείο του τρόμου




Joe Wrinn/Harvard University, via Reuters
Seamus Heaney at Harvard University in 1995.


Για τον Σέιμους Ντην


Τουλάχιστον , όπως έλεγε ο Καβάνα , ζήσαμε
Σε σημαντικά μέρη . Ο μοναχικός γκρεμός
του Κολεγίου <<΄Αγιος Κόλουμπ >> , όπου υπηρέτησα
Για έξι χρόνια , είχε θέα προς το Μπογκσάιντ σου .
΄Εμπαινε η ματιά μου σε νέους κόσμους : τα φλεγόμενα
λαρύγγια
Του Μπραντυγουέλλ , το σκυλοδρομιό του πλημμυρισμένο
φώτα ,
Τον μηχανικό λαγό να παίρνει μπρος . Την πρώτη βδομάδα
Είχα τέτοια νοσταλγία για το σπίτι μου που ούτε τα
μπισκότα
που μου είχαν αφήσει για να μου γλυκάνουν την εξορία δεν
μπορούσα να φάω .
Τα πέταξα πάνω απ’ τον φράχτη μια νύχτα
Του Σεπτέμβρη του 1951
΄Οταν τα φώτα των σπιτιών στην οδό Λέκυ
΄Ησαν σαν κεχριμπάρια στην ομίχλη . Στα κλεφτά
Τα πέταξα .
΄Επειτα Μπέλφαστ , και μετά Μπέρκλευ .
Και τα δυο πολύ σικ ,
Πρώτες απόπειρες με τους στίχους όσο να γίνουν
Ολόκληρη η ζωή : από φουσκωμένους φακέλους που φτάνουν
Την εποχή των διακοπών ως τις ολιγοσέλιδες συλλογές
Σταλμένες με << τους χαιρετισμούς του συγραφέα >> .
Εκείνα τα χειρόγραφα ποιήματα , που τα ξεκόλλαγες απ’ τη
συρμάτινη ράχη
Των σχολικών τετραδίων σου , με γέμιζαν απορία :
Φωνήεντα και ιδέες πέφτανε βροχή
΄Οπως οι σπόροι από τις συκομουριές μας .
Προσπάθησα να γράψω για τις συκομουριές
Κι  εφεύρα μια ρίμα με προφορά του Σάουθ Ντέρυ
΄Οπου το  α  ομοιοκαταληκτεί με το  ου .
Αυτές οι βουνίσιες μπότες με τα χοντρά καρφιά ,
Θεέ μου , πως καταπατούσαν το λεπτό
Γκαζόν της ορθοφωνίας .
΄Αλλαξαν
Οι προφορές μας ; << Οι καθολικοί γενικά δεν μιλούν
Τόσο καλά όσο οι φοιτητές απ’ τα προτεσταντικά σχολειά >> .
Τα θυμάσαι όλα αυτά ; Κατωτερότητας
Συμπλέγματα , υλικό για όνειρα ,
<< Πως είναι τ’ όνομά σου , Χήνυ : >>
<< Χήνυ , πάτερ >> .
<< ΄Εχει
Καλώς >> .
Την πρώτη μου μέρα , ο δερμάτινος βούρδουλας
΄Επαθε επιληπτική κρίση στην Μεγάλη αίθουσα ,
Κι αντηχούσε το βίτσιμα πάνω απ’ τις κεκλιμένες κεφαλές
μας ,
Εγώ όμως εξακολουθούσα να γράφω στο σπίτι ότι του
οικότροφου η ζωή
Δεν ήταν και τόσο κακή , δειλιάζοντας , ως συνήθως , να πω την
αλήθεια .

Στις μεγάλες διακοπές , τότε , ξαναγύριζα στη ζωή
Στων φιλιών το πίσω κάθισμα της  ΄Ωστιν 16
Παρκαρισμένη στο υπόστεγο , με τη μηχανή αναμμένη ,
Τα δαχτυλά μου γαντζωμένα σαν τον κισσό στους ώμους της
Και το φως που την περίμενε αναμμένο στην κουζίνα .
Κι επιστρέφοντας στο σπίτι , με του καλοκαιριού
Την ελευθερία να σιγοσβήνει νύχτα με τη νύχτα , τον αέρα
Γιομάτο φεγγαρόφωτο και άρωμα σανού , οι πολισμάνοι
Σείοντας  τους βαθυκόκκινους φακούς τους , να μαζεύονται γύρω
Απ’ το αυτοκίνητο σαν μαύρο κοπάδι , να ρουθουνίζουν και
Με τη μύτη του όπλου στο μάτι μου :
<< Πως ονομάζεσαι , οδηγέ ; >>
<< Σέιμους …>>
Σέιμους ;
Mια φορά διάβασαν τα γράμματά μου σ’ ένα μπλόκο στον
δρόμο
Και φώτισαν με τους φακούς τους τα ιερογλυφικά σου ,
<< Ευκίνητες εκφάνσεις >>  με περίτεχνο γραφικό χαρακτήρα .


Το ΄Ωλστερ ήταν βρετανικό , αλλά χωρίς δικαίωμα στην
Αγγλική λυρική ποίηση : oλογυρά μας , κι ας μην
Το λέγαμε με τ’ ονομά του , το υπουργείο του τρόμου .

Μετάφραση : Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ


Η Λεύκα

Ο αγέρας σείει τη μεγάλη λεύκα , επαργυρώνοντας
Το δέντρο ολάκερο με μια πνοή .
Ποια ζυγαριά λαμπρή γκρεμίστηκε κι άφησε τούτη τη 
βελόνα να τρεμοπαίζει ;
Ποιές φορτωμένες πλάστιγγες ατύχησαν ;


Η αμμουδιά

Ούτε τα ίχνη που' κανε του κύρη μου η μελία
Στην αμμουδιά του Σάντυμαουντ
Δεν θα τα σβήσει η φουσκοθαλασσιά .

Η Στάμπα

Ποιός χάραξε στη στρογγυλή τη στάμπα του βουτύρου
΄Εναν στάχυ σίκαλης , ψιλοδουλειά , γεμάτο σκλήθρες και
λεπίδες ;
Γιατί το βούτυρο το μαλακό να φέρει τέτοιο όργανο οξύ
Σα νά 'χε γδαρθεί το στήθος του από γυαλιά σπασμένα ;


΄Οταν ήμουν μικρός , κατάπια έναν αθέρα σίκαλης .
Ο λαιμός μου ήταν σαν σπαρτό πού τό ' πιασε δρεπάνι .
΄Ενοιωσα την άκρη του να γλιστρά και την αιχμή να
μπήγεται βαθιά
΄Ωσπου , σαν έβηξα και έβηξα ξανά και τελικά εβγήκε ,

Βγήκε κι ανάσα δροσερή , εωθινή , τόσο αιφνίδια και καθαρή
Λες και ανέπνεα αιθέρια παραδείσου
΄Οπου η Αγαθή , θεραπευμένη μετά από το μαρτύριο ,
κοιτάζει
τη λεπίδα όπως εγώ κοιτούσα τον αθέρα .

Μετάφραση ; Θεοδόσης Νικολάου

Τα 3 τελευταία ποιήματα είναι από τη συλλογή ;
The spirit level
Πρώτη έκδοση ;  Faber and Faber Limited ,1996

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Θάνος Φωσκαρίνης



Ο  ΑΗ  ΓΙΩΡΓΗΣ  ΄Η  ΤΟ  ΤΕΡΑΣ ;



άσπιτη σκιά
ξενύχτησα πληγές μέχρι να σ' αναστήσω
μετέλαβα τους γρίφους τα αιτήματά σου όλα
Αλ Ααράφ χτυπούν οι αλυσίδες μανιασμένες πάνω μου
Αλ Γκατζαλί απαντώ αδέξια αλλά προσθέτω και Μεβλανά
Ρουμί
κι αν χρειαστεί Εμμανουήλ Ροίδη και Σουρή και Γιάννη
Σκαρίμπα
φυτρώνουν λάμπουν ένσημη ζωή τα υγρά μου δάχτυλα
δε με φοβάσαι
αυτόχειρη ασκήμια τρόφιμη εκδίκηση μανική
δε με φοβάσαι
κι ο φόνος επόμενος το που αγάπησα τους άθλιους συντρό -
φους
τις αυταπάτες τις συμφορές τη μωρία πόσες δολοφονίες
τα αιώνια ψεύδη τους
ο νόμος ίλιγγος
η φωτιά οργή



ΑΥΤΟΧΕΙΡΗ ΑΣΚΗΜΙΑ
ουσίες και συντηρητικά

σ - 38 -


Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Pier Paolo Pasolini








Το λαϊκό τραγούδι

 ( Il canto popolare )

Απροσδόκητο το χίλια εννιακόσια πενήντα δύο πάνω απ ΄ την Ιταλία περνά
Μονάχα ο λαός το γνήσιο αίσθημα κρατά :
ποτέ εκτός χρόνου , και το μοντέρνο δεν μπορεί να τον τυφλώσει, γιατί πάντα ο λαός είναι πιο μοντέρνος ,
σε χωριά σκορπισμένος , σε περιφέρειες, με νέους ανθρώπους
πάντα νέους – νέους στο παλιό τραγούδι –
να το λένε πάλι , καθώς ήταν πρώτα, αληθινό.


Καίει γλυκά του χρόνου ο πρώτος ήλιος
πάνω απ ΄ της πόλης τις στοές
της επαρχίας, στα μέρη εκείνα που ,
ακόμα γνωρίζουν από χιόνι , πάνω στα κοπάδια των Απεννίνων: στις βιτρίνες των κέντρων
τα νέα χρώματα των ρούχων, οι νέες φορεσιές
όπως σε φωτιές καθάριες
λένε πόσο ξανανιώνει ο κόσμος σήμερα , καθώς καινούριες χαρές σηκώνονται…

Α, εμείς που ζούμε σε μια γενιά μόνο, κάθε
γενιά που έζησε δω, σ΄αυτούς εδώ τους τόπους τώρα πια που ξέπεσαν , πώς να σκεφτούμε άλλονε που ζει την ιστορία σαν παραμύθι
και ζει καθάρια, κι όχι πέρα απ ΄ τη μνήμη της γενιάς του, που μέσα της πάλλεται, η δική του ζωή.

Στη ζωή, που είναι ζωή γιατί έτσι στο μυαλό
μας την έχουμε πλασμένη,
για το πέρασμά μας από δω – και τώρα την ξεμάθαμε , άπληστοι να τη σώσουμε – περιμένει – τραγουδώντας ταπεινά,
κρυμμένος μες στις συνοικίες μας
που δεν εγνώρισε ποτέ, έτοιμος απ ΄ τους παλιούς και νέους καιρούς – ο λαός: σιωπά μέσα του ο άνθρωπος η μοίρα.

Και αν σε κείνους τους παλιούς καιρούς γυρίζουμε
και τόχουμε προνόμιο, άλλοι χείμαρροι
του λαού ιδού τραγουδάνε: τόχουμε κρατήσει το σχήμα απ ΄ τον καιρό των πρώτων χρόνων του Χριστού
κι όμως πίσω μένει, ακίνητο, εκείνο το τραγούδι. και το λένε ίδια,
Στις βραδιές γλόμποι κι όχι πια δάδες
κι η γειτονιά αλλοιώτικη δεν φαίνεται, δεν φαίνονται αλλιώτικα τα νέα παιδιά ….

Ανάμεσα στα σκοτεινά περβόλια, στον οκνό χλωμό ήλιο
Adalbertos komis kurtis!, τα παιδάκια
της Ιβρέας στριγγλίζουνε, και στις κοιλάδες
της Τοσκάνης, με τσιριξιές χελιδονιών:
Hor atorno fratt Helya! Tη θεία βία επάνω στις
σκληρές καρδιές ο κλήρος
σπρώχνει , αγροίκος, και νήπια άγρια τους κρατά στο φέουδο της επαρχίας , η θεϊκή αυτοκρατορία : Και ο λαός τραγουδά.

Ένα μεγάλο κονσέρτο από σκαρπέλα
στο Καπιτώλιο επάνω ακούγεται, επάνω στα νέα Απέννινα,
επάνω στα χωριά τα ασπρισμένα από τις ΄Αλπεις, γιγαντώνοντας τη πέτρα του τραβερτίνο στο νέο χώρο όπου ο ΄Ανθρωπος ελευθερώνεται : κι ο εργάτης « Πού ήσουνα ψές βράδυ…..» Dov'andastà
jersera... τραγουδά, με την ψυχή σπαταλημένη στον δικό του γοτθικό κόσμο. Ο κόσμος σκλαβιά μένει στον λαό. Και ο λαός τραγουδά.

Μαθαίνει ο αστός από γεννησιμιού του το
«Αυτό θα γίνει», ( Ca ira …), κι αναριγά μέσα στον ναπολεόντειο αέρα μπροστά στον ύμνο του Δέντρου της Ελευθερίας,
τρέμουν τα νέα των εθνών χρώματα.
Μα, σκύλος πεινασμένος ο εργάτης, τ ΄ αφεντικά του διαφεντεύει, κι άγρια τραγουδά
Γκουαλιούνε , μάλα βίτα! κοπάδια ανήμερα. Η λευτεριά φωνή δεν έχει για τη σκυλίσια φτώχεια. Κι ο λαός τραγουδά.

Παιδί του λαού που τραγουδάς ,
εδώ στη Ρεμπίπια, επάνω στην άθλια όχθη
του Ανιένε το νέο τραγουδάκι, παινεύεις ειν ΄ αλήθεια, τραγουδώντας την αρχαία γιορτή μες την απλή σου τη ζεστή καρδιά.
΄Όμως εσύ ποια σιγουριά σκληρή μαζεύεις την ώρα που την πλερωμή σου παίρνεις , ανάμεσα σε άξεστες
παράγκες κι ουρανοξύστες, χαρούμενο σπέρμα στην καρδιά του θλιβερού κόσμου του λαού.


Μέσα στην ασυνειδησία σου υπάρχει η συνείδηση
που η ιστορία μέσα σου θέλει, αυτή η ιστορία
που για τον ΄Ανθρωπο πια δεν έχει παρά τη βία
των αναμνήσεων, όχι την μνήμη την ελεύθερη
Κι ύστερα , ίσως δεν έχει να διαλέξει άλλο δρόμο, απ ΄ το να δώσει στη δίψα του για δίκιο
τη δύναμη της ευτυχίας της δικιάς του,
και στο φως μιας εποχής που αρχινά, το φως μιας ύπαρξης που δεν γνωρίζει τον εαυτό της.
 

1952 - 53

Μτφρ: Νεοκλής Κυριάκου


Il canto popolare



Improvviso il mille novecento
cinquanta due passa sull'Italia:
solo il popolo ne ha un sentimento
vero: mai tolto al tempo, non l'abbaglia
la modernità, benché sempre il più
moderno sia esso, il popolo, spanto
in borghi, in rioni, con gioventù
sempre nuove - nuove al vecchio canto -
a ripetere ingenuo quello che fu.

Scotta il primo sole dolce dell'anno
sopra i portici delle cittadine
di provincia, sui paesi che sanno
ancora di nevi, sulle appenniniche
greggi: nelle vetrine dei capoluoghi
i nuovi colori delle tele, i nuovi
vestiti come in limpidi roghi
dicono quanto oggi si rinnovi
il mondo, che diverse gioie sfoghi...

Ah, noi che viviamo in una sola
generazione ogni generazione
vissuta qui, in queste terre ora
umiliate, non abbiamo nozione
vera di chi è partecipe alla storia
solo per orale, magica esperienza;
e vive puro, non oltre la memoria
della generazione in cui presenza
della vita è la sua vita perentoria.

Nella vita che è vita perché assunta
nella nostra ragione e costruita
per il nostro passaggio - e ora giunta
a essere altra, oltre il nostro accanito
difenderla - aspetta - cantando supino,
accampato nei nostri quartieri
a lui sconosciuti, e pronto fino
dalle più fresche e inanimate ère -
il popolo: muta in lui l'uomo il destino.

E se ci rivolgiamo a quel passato
ch'è nostro privilegio, altre fiumane
di popolo ecco cantare: recuperato
è il nostro moto fin dalle cristiane
origini, ma resta indietro, immobile,
quel canto. Si ripete uguale.
Nelle sere non più torce ma globi
di luce, e la periferia non pare
altra, non altri i ragazzi nuovi...

Tra gli orti cupi, al pigro solicello
Adalbertos komis kurtis!, i ragazzini
d'Ivrea gridano, e pei valloncelli
di Toscana, con strilli di rondinini:
Hor atorno fratt Helya! La santa
violenza sui rozzi cuori il clero
calca, rozzo, e li asserva a un'infanzia
feroce nel feudo provinciale l'Impero
da Iddio imposto: e il popolo canta.

Un grande concerto di scalpelli
sul Campidoglio, sul nuovo Appennino,
sui Comuni sbiancati dalle Alpi,
suona, giganteggiando il travertino
nel nuovo spazio in cui s'affranca
l'Uomo: e il manovale Dov'andastà
jersera... ripete con l'anima spanta
nel suo gotico mondo. Il mondo schiavitù
resta nel popolo. E il popolo canta.

Apprende il borghese nascente lo Ça ira,
e trepidi nel vento napoleonico,
all'Inno dell'Albero della Libertà,
tremano i nuovi colori delle nazioni.
Ma, cane affamato, difende il bracciante
i suoi padroni, ne canta la ferocia,
Guagliune 'e mala vita! in branchi
feroci. La libertà non ha voce
per il popolo cane. E il popolo canta.

Ragazzo del popolo che canti,
qui a Rebibbia sulla misera riva
dell'Aniene la nuova canzonetta, vanti
è vero, cantando, l'antica, la festiva
leggerezza dei semplici. Ma quale
dura certezza tu sollevi insieme
d'imminente riscossa, in mezzo a ignari
tuguri e grattacieli, allegro seme
in cuore al triste mondo popolare.

Nella tua incoscienza è la coscienza
che in te la storia vuole, questa storia
il cui Uomo non ha più che la violenza
delle memorie, non la libera memoria...
E ormai, forse, altra scelta non ha
che dare alla sua ansia di giustizia
la forza della tua felicità,
e alla luce di un tempo che inizia
la luce di chi è ciò che non sa.

1952-53

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

΄Αννα Νιαράκη



Από μηχανής θεός
 

 στο Louis




Έβαλα πλυντήριο χτες.
Χωρίς πρόπλυση, με ένα απορρυπαντικό που καθαρίζει στους 40 βαθμούς.

 Και μετά έβαλα τα κλάματα. 
Είχαμε απομείνει εγώ, το πλυντήριο,
 το ψυγείο, η τοστιέρα, η κουζίνα και το καλοριφέρ. 
Ευτυχώς, την ώρα που κορύφωναν οι λυγμοί 
και οι στροφές του πλυντηρίου,
 μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο ο γάτος μου
 και νιαουρίζοντας θυμωμένα,
 μου είπε να σου πω ότι είσαι μεγάλη
 κουφάλα.
 


Τετράδιο Πειραμάτων, Χαραμάδα, 2010


Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Federico Garcia Lorca





 Ο  όρκος  των  ποιητών

σ τ ο ν  Φ ε ν τ ε ρ ί κ ο    Λ ό ρ κ α



Βαλένθια , Δημοκρατική  Ισπανία, 4 Ιούλη  του 1937 .


Σαράντα ποιητές απ' όλα τα μέρη του κόσμου συγ -
κενρτώνονται στην πόλη της Βαλένθια για το Δεύ -
τερο Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων , για την ύπε -
ράσπιση της κουλτούρας ενέντια στο φασισμό .
Στο Παρίσι , όπου συνεχίζεται και κλείνει το συνέδριο ,
οι ποιητές δίνουνε τον παρακάτω όρκο .


Στ' όνομα σου , Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα , που πέθανες
στην Ισπανία για τη λευτεριά του ζωντανού λόγου ,
εμείς οι ποιητές από πολλές χώρες του κόσμου , που
μιλάμε και γράφουμε σε διάφορες γλώσσες , ορκιζόμα -
στε εδώ πέρα , όλοι μαζί ,
πως τ' ονομά σου δε θα ξεχαστεί ποτέ πάνω στη γη ,
και στ' ονομά σου , όσο που θα υπάρχει τυραννία και
καταπίεση ,
να τις καταπολεμήσουμε , όχι μονάχα με το λόγο ,
μα και με τη ζωή μας .


Ανάμεσα στους ποιητές που υπογράφουν τον όρκο είναι οι
Μπέρτολντ Μπρέχτ , Πάμπλο Νερούδα , Λουί Αραγκόν ,
Ηλία ΄Ερενμπουργκ , Αλέξης Τολστόη , Πωλ Βαγιάν- Κουτυριέ ,
Λάγκστον Χιούγκς , Νικόλας Γκιλλιέν Τζαρά , Ιβάν Γκόλλ ,
Λυκ Ντεκών , Ρομπέρ Ντεσνός , Γιόχαν Μπέχερ , Νάνσυ Κιούναρντ ,
Αλέχο Καρπαντιέ .


Μετάφραση : Κώστα Ζαρούκα

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Φώτης Γερασίμου



Καντ


΄Ηταν ανάγκη να περνάς κάθε βράδυ
από εκείνο το δρομολόγιο ;
Θα σου βρίσκαμε κι εμείς ένα δρομολόγιο
που θα σου άρεσε .
Κι αν σε ζάλιζαν την άνοιξη οι μυρωδιές
απ' τη χλωρή ατμόσφαιρα
και διέκοπταν τους συλλογισμούς σου
οι φωνές των παιδιών
θα βάζαμε τις γλάστρες μέσα
και τα παιδιά θα τα μαζεύαμε νωρίς .
Και αναπόσπαστος να σκέφτεσαι
τη γενική θεωρία του Υψιλού
όπως θα ξανανοιγόταν ο διάδρομος του γαλαξία
ανάμεσα στα φωτισμένα παράθυρα
και τα ξέπνοα γελέκια των πορνών


αργά
κατεβαίνοντας
την οδό Πιπίνου .


Από τη συλλογή : γεύμα στη χλόη

σελ - 27 -


Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Giorgos Vlachos : LEYLA



Όταν ο μήνας Ιούλης
διέσχιζε με ποδήλατο
τη λεωφόρο Τ .Vladimirescu
στη Σινάγια

ο Ντενεμπόλα με κόκκινο
χιτώνα σταυροπόδι
πάνω από την επανάσταση
δίδασκε ιστορία
στα κεράσια

Η Leyla μαία απ'τη Νταμιέττα
απευθύνεται στους νόμους του Κέπλερ :
με την πανσέληνο ασυμβίβαστη
δεν αναγνωρίζω τη μεσημβρινή διάβαση
του ήλιου
το στίγμα πορείας
το ύψος των άστρων
σήμερα 11.07.1980
ξεγεννώ μέσα από τη μήτρα
του θηλυκού Δούναβη
το χαμόγελο
και τα μάτια 
του έρωτα

31.07.2013

Γιώργος Βλάχος



LEYLA
 
as month July
crossed Avenue T. Vladimirescu
on a bicycle
 in Sinaia
 
Denebola
 in a red
cloak cross-legged sitting
 over Revolution
was teaching History
to the cherries
 

 Leyla, a midwife from Damietta
 refers to the Kepler Laws :
 with Fullmoon uncompromising
I do not recognize the midday crossing
 of the Sun
its True Heading
 the height of the stars
today 07.11.1980
right from within female Danube's womb
 I bare
the smile and the eyes
 of cupid .




 George Vlachos 

Translation :  Christos Rodoullas Tsiailis