Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Χλόη Κουτσουμπέλη

ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΕΚΕΙΝΟ
  
Σπύρος Βασιλείου : Ενθύμιον Αιγίνης , Αυγοτέμπερα σε ξύλο

Τον καιρό εκείνο περίεργα πουλιά
ανάδευαν με τις φτερούγες τους τον βούρκο
οι κάτοικοι έβρισκαν πούπουλα στην σούπα
τεράστιοι αρουραίοι κυκλοφορούσαν στις αυλές
λευκοί αφέντες πυροβολούσαν τους εργάτες
πίσω από την έπαυλη άντρες με περιβραχιόνια
έριχναν την Κασσιανή στα άχυρα
ήταν μαύρη και αμαρτωλή
και ούτε μύρα ούτε λιβάνι ξέπλεναν το σώμα της.
Τον καιρό εκείνο ακόμα και τα πουλιά
σιωπηλά πετούσαν μακριά γι αλλού.

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Διογένης Γαλήνης


Γιάννης Τσαρούχης : Καφενείον ο Παρθενών

Είμαι η Φωκαίας
η Φυλής
η Φιλελλήνων
το
Α
και
Ω
των
Ελλήνων

΄Οταν
στο 
νούμερο
μηδέν
της
Αχαρνών
πωλείται
η
Ελλάς
και
ο
Παρθενών


Διογένης Γαλήνης

πρώτη δημοσίευση

Christos Rodoullas Tsiailis

Νέες Οδηγίες # 17 Μαδημένα Περιστέρια
(πεζό ποίημα σε πενηντάλεξα)
 




Σε όλα τα χωριά, σε πύργιους περιστερώνες, τρίγωνα πορτοπαράθυρα, από την αγωνία της απόδρασης απ’ τους ανθρώπους μισοφαγωμένα, ετούτα μέχρι να θρέψουν τρέφονται. Περιστέρια. Της υπαίθρου ο αέρας από ζωμό θα ευωδιάσει. Λευκότητα. Με τέτοιο ρόλο στη ζωή, στο θάνατο με τέτοια χρήση, ποια έννοια ακριβή είπατε, ακριβώς, ότι συμβολίζουν ;
 
Μιας πόλης τα χρώματα, με νέα φτερά αλλάζουν. Με πετάγματα χορεύουν οι σκιές στην άγονη άσφαλτο της λεωφόρου. Στων κτιρίων τα αετώματα, γκρίζα, μαύρα ή καφέ θα μοιάσουν. Περιστέρια. Ημέρα τα φιλοξενούν πολύοσμες πλατείες, τις νύκτες σφάζουνε τα. Ελεγεία. Τροφή πάνε να ψάξουν, ψίχουλα εδώδιμα, τα ίδια γίνονται αστέγων ευρετή.
 
Από τα περιστέρια-πολίτες ετούτα, κάποια αντέχουν και σε συνετές μαγείρισσες δεν καταλήγουν. Είναι που απ’ την ύπαιθρο φίλοι μαδημένοι σε συσκευασία καταφθάνουν. Η αγορά ανθίζει, με τέτοια φρεσκάδα προοδεύει. Η ανάγκη της μοντέρνας πρωτεΐνης στα ακριβά εστιατόρια και στων προαστίων τις παραμεθόριες κουζίνες θριαμβεύει. Ζεστές σούπες καταλήγουν σε ανάγλυφα στομάχια.
 
Τα αετώματα αντηχούν τον παιάνα του ανελέητου μαζώματος στους περιστερώνες. Τα κοράκια κι οι νυφίτσες το άγριο έργο συνεχίζουν. Τα λευκά φτερά δεν τρώγονται, με ηχηρά στροβιλίσματα σε σωρούς μαζεύονται. Ογκώνονται. Της πόλης ο αέρας αλλάζει. Έντονα ανάμεσα στις χιλιάδες ευωδίες, σάπια σούπα βρωμάει, σαν μέρες που δεν ήρθαν ακόμη.