Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Πως ήθελε τον Καβάφη ο Γ. Σαραντάρης






Πάντα θυμάμαι και αναπολώ με συγκίνηση τον συμπαθιτικώτατο κι αξιαγάπητο φίλο ,
που χάθηκε πρόωρα , τον Γιώργο Σαραντάρη .
Και πως θα μπορούσα να λησμονήσω τις συζητήσεις μας πάνω στην ποίηση , ή μάλ -
λον τους ατέλειωτους μονολόγους του , τις καλοκαιριάτικες νύχτες μας στην Αθήνα ,
πως θα μπορούσα να λησμονήσω τους διαποτισμένους από μια γνήσια φιλοσοφική
διάθεση λεπταίσθητους στίχους του , τον ίδιο , τον ιδιότυπο χρωματισμό της ομιλίας
του , την τόσο υοκειμενική και αδιάλλαχτη κριτική του , όταν μιλούσε για την ποίηση
των συγχρόνων του ;
Πως θα μορούσα να λησμονήσω την περιφρόνησή του για την ερωτική ποίηση , κι ένα
δελτάριο που μου έστειλε το Νοέμβριο του 1939 , μετά που έλαβε μερικά << Ρόδα
θαλάμου >> μου , για να μου πει ότι << τέτοια ποίηση δεν μπορώ να την παραδεχτώ >> .
Και που τέλειωνε έτσι : << Εσείς που ζήσατε κατά έναν τρόπο την ποίηση του Καβάφη ,
γιατί υποχωρείται , αντί να προχωρείτε πέραν από αυτή ; >> . Βέβαια , ήταν κι αυτή μια
άποψη . Μα δεν νομίζω πως η αληθινή κριτική μπορεί να λειτουργεί με τόσο υποκειμε -
νικά  κριτήρια . Ο ποιητής εκμεταλλεύεται τις συγκινήσεις του , κι αυτών ακριβώς την 
αισθητική δικαίωση καλείται να καταξιώσει ή και να απαξιώσει ο κριτικός .
Κανείς δεν θ'αρνηθεί πωωως ο Σαραντάρης ξεχώριζε με τη σκέψη του , όχι όμως και
με ό, τι καλούμαι << κριτική όσφρηση >> . Και αν είναι αυτή την κριτική όσφρηση που
εννοούν  μερικοί , όταν , μιλώντας για τον Σαραντάρη , τον χαρακτηρίζουν << κριτικώτατο >>
( τι φοβερή , αλήθεια , λέξη ! ) , να μου επιτρέψουν να τους πω ότι διαφωνώ μαζί τους .
Ο Σαραντάρης είχε την οπτική των δικών του συγκινήσεων , των δικών του θεωριών ,
των δικών του αντιλήψεων , κι αυτό συγχωρείται απόλυτα σ'έναν δημιουργό , όχι όμως
και σ'ένα κριτικό πνεύμα . Ο ποιητής είναι ελεύθερος να ζητάει από έναν άλλο ποιητή
εκείνο που δεν έχει , ή εκείνο που θα ήθελε να είχε το έργο που κρίνει , ο κριτικός
όμως όχι .
΄Αλλωστε , το ότι ο Σαραντάρης έκρινε τα έργα των άλλων ως δημιουργός με δική του
οπτική και όχι ως κριτικός το διαπιστώνουμε κι από το ποίημά του << Κ.Π.Καβάφης >> ,
ένα ποίημα τυπωμένο σε σχήμα καβαφικού μονόφυλλου το 1939 .

ΤΙΜΟΣ ΜΑΛΑΝΟΣ


Κ . Π . ΚΑΒΑΦΗΣ

Στον κ . Τ . Μ α λ ά ν ο

Γ. Σαραντάρης

Η πόλη όπου γεννήθηκες είναι η
Κωνσταντινούπολη ,
Πόλη του μέλλοντος ,
Ενώ εσύ , προτού πεθάνεις ,
Μέσα στο παρελθόν έπαιζες ζάρια

΄Οχι , η ζωή σου δεν ήταν ωραία
Με τα μυρωδικά
Με τα βιβλία
Με τις εξαίσιες εκείνες
Αλλά ψεύτικες οπτασίες

Αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη ;

Ο Αντώνιος της ποίησής σου η
Αλεξάνδρεια 

Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Γενάρης του 1939

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Γιώργος Βλάχος : Η Ελλάδα ταξιδεύει





 

Η Ελλάδα ταξιδεύει σα μαθήτρια γυμνή
τη βιάζουν οι δασκάλοι και το τίποτα υμνεί .
Φόρεσε και μπλε κορδέλα στα λευκά της τα μαλλιά
και διαβάζει Ξενοφώντα σε υπόγεια σχολειά .

Σε καφενέδες έμαθε να ζει
να πίνει νερομένο ούζο
και λέξη δεν κατάλαβε ποτέ
από την ΄΄ Κρονστάνδη ΄΄ σου Καρούζο .

Σε καφενέδες έμαθε να ζει
και ν’ αγκαλιάζει τον αλήτη
και λέξη δεν κατάλαβε ποτέ
απ ‘ τη ΄΄ Νεφέλη ΄΄ σου Ελύτη .

Τις ιδέες μου τις θάβει κι όλο φεύγει σαν τρελή
και με τα προγράμματά της με βολεύει απ ‘ τη Βουλή .
Στις απάτες και στους φαύλους μ’ έχει και κωπηλατώ
σε μια βάρκα που ‘ ναι τρύπια , και το άγνωστο ζητώ .

Σε καφενέδες έμαθε να ζει
να πίνει νερομένο ούζο
και λέξη δεν κατάλαβε ποτέ
από την ΄΄ Κρονστάνδη ΄΄ σου Καρούζο .

Σε καφενέδες έμαθε να ζει
και ν’ αγκαλιάζει τον αλήτη
και λέξη δεν κατάλαβε ποτέ
απ ‘ τη ΄΄ Νεφέλη ΄΄ σου Ελύτη .

Μου τα έχει πάρει όλα τώρα τα ιδανικά
και τη βρίσκω μες στο δρόμο μια ζωή με δανεικά .
Τα παιδιά της τραγουδάνε μέσα σ’ ένα τενεκέ
κι έχει γίνει η Ελλάδα η Μανούλα του τεκέ .

* γραμμένο το 1990

ΜΕΣΑ ΣΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΤΡΑΒΑΓΓΕΛΟ


 
 Αθήνα 2000

σ . - 39 -
 

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Nikanor Parra


ΟΤΑΝ ΟΙ ΙΣΠΑΝΟΙ

΄Οταν οι Ισπανοί ήρθαν στη Χιλή
Τα 'χασαν στην κυριολεξία γιατί εδώ
δε βρήκαν ούτε ασήμι ούτε χρυσάφι
χιόνι και τριμμένη πέτρα , ναι , τριμμένη πέτρα και χιόνι
τίποτα δηλαδή που ν'αξίζει τον κόπο
τα είδη διατροφής ήταν ελάχισταα
και συνεχίζουν να 'ναι θα μου πείτε
είναι ακριβώς αυτό που ήθελα να τονίσω
ο κόσμος στη Χιλή πεινάει
κι ας ξέρω πως ομολογώντας το
μπορεί να καταλήξω στην Πισάγουα
αλλά ο αδιάφορος Χριστός του ΄Ελκι
δεν μπορεί παρά να λέει την αλήθεια
ας μου το συγχωρέσει ο στρατηγός Ιμπάνιεθ
μα στη Χιλή ούτε έχουν ακουστά για ανθρώπινα δικαιώματα
ούτε για ελευθερία του τύπου
εδώ διατάζουν όσοι έχουν τον παρά
κι η αλεπού φυλάει το κοτάτσι
αλλά πείτε μου , αλήθεια ,

σε ποια χώρα σέβονται τ'ανθρώπινα δικαιώματα ;


Μετάφραση : Ρήγας Καπάτος
EKATH
σ . -76 -

Cuando los españoles llegaron a Chile


CUANDO los españoles llegaron a Chile
se encontraron con la sorpresa
de que aquí no había oro ni plata
nieve y trumao sí: trumao y nieve
nada que valiera la pena
los alimentos eran escasos
y continúan siéndolo dirán ustedes
es lo que yo quería subrayar
el pueblo chileno tiene hambre
sé que por pronunciar esta frase
puedo ir a parar a Pisagua
pero el incorruptible Cristo de Elqui no puede tener
otra razón de ser que la verdad
el general Ibañez me perdone
en Chile no se respetan los derechos humanos
aquí no existe libertad de prensa
aquí mandan los multimillonarios
el gallinero está a cargo del zorro
claro que yo les voy a pedir que me digan


en qué país se respetan los derechos humanos. 



cenicientademendigosyladrones.chile.

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

Pierre Reverdy



Οι ποιητές


O Reverdy από τον Picaso .

Το κεφάλι του φυλαγόταν δειλά κάτω από το αμπαζούρ
της λάμπας . Είναι πράσινο και τα μάτια του κόκκινα .
Υπάρχει ένας μουσικός που δε σαλεύει . Κοιμάται  τα κομμέ -
να χέρια που παίζουν βιολί για να τον κάνουν να λησμονήσει
τη δυστυχία του .
Μια σκάλα που δεν οδηγεί πουθενά σκαρφαλώνει γύρω απ'
το σπίτι . Δεν υπάρχουν , άλλωστε , ούτε πόρτες ούτε παράθυρα .
Βλέπει κανείς πάνω στη στέγη ν'αναδεύουν σκιές που χυ -
μούν μες στο κενό . Πέφτουν μιά-μιά και δεν σκοτώνονται .
Γρήγορα από τη σκάλα ξανανεβαίνουν και ξαναρχίζουν , αιώ -
νια γοητευμένες από το μουσικό που παίζει πάντα βιολί με τα
χέρια του που δεν τον ακούνε .


σ . - 21 -

Γυάλινα τέλματα


Juan Gris Εικονογράφηση για την Αποκοιμισμένη κιθάρα

Ανάμεσα στα δίχως αξία και δίχως καμιάν ωφελιμότητα
πράγματα που απαριθμούνται , η ποίηση είναι ασφαλέστατα
ένα από τα πιο εντυπωσιακά .  Πως να εξηγήσει κανείς το ότι
είναι ακριβώς το κοίτασμα που ο άνθρωπος ονειρεύεται κατ'
αρχήν να εκμεταλλευθεί στα σαλέματα της α -
κάθεκτης νιότης του ; Και εξ άλλου πως ν'αντικρύσει κανείς
χωρίς θλιβερό χαμόγελο την ιδέα ότι μπορεί να γεράσει ανα -
μασώντας στίχους ; Με πολύ περισσότερη αυστηρότητα από
τους ξεθωριασμένους στρατηγούς , οι ποιητές έπρεπε να κατα -
λαμβάνονται από το όριο ηλικίας . Υπάρχουν πράγματα πιο
μάταια στη ζωή απ' όλες αυτές τις ομορφιές που κάποια μέρα
τους δώσαμε μια τόσο αποκλειστική σημασία . Αφού διανύσα -
με χωρίς εξασθένηση την εποχή του ονείρου , την εποχή του
χρυσού και εκείνη του λίθου . Οι άλλοι άνθρωποι είναι τώρα με
επιμέλεια ταξινομημένοι μέσα σε φακέελους , συνθλιμμένοι μέ -
σα σε κάσες . Αυτές οι κάσες είναι ερμητικά κλεισμένες , καρ -
φωμένες πάνω σε καράβια που φεύγουν . ΄Ενας ωχρός ορίζον -
ντας τις καταπίνει μέσα στο διφορούμενο χαμόγελό του . Δεν
βλέπω πια τα καράβια . Δεν βλέπω πια τους ανθρώπους , δεν
βλέπω πια τις κάσες .Δεν βλέπω πια την ποίηση παρά ανάμε -
σα από τις γραμμές . Δεν είναι πια για μένα , δεν ήταν ποτέ
για μένα μες στα βιβλία . Κυματίζει μέσα στο δρόμο , μέσα
στον ουρανό , μες στ'αποτρόπαια εργαστήρια , πάνω στην πό -
λη . Ζυγιάζεται επιβλητικά πάνω στη ζωή που κάποιες στι -
γμές την παραμορφώνει . Και τούτος ο ουρανός , ο ταραγμένος
και μεταβλητός , που αντικατοπτρίζεται πάνω στους δρόμους ,
τους μόλις σχεδιασμένους , του μέλλοντος , μέσα στα τέλματα ,
τούτος ο ουρανός που προσελκύει τα χέρια μας , τούτος ο με -
ταξένιος ουρανός , που τον χαϊδέψαμε τόσες φορές σαν ένα ύ -
φασμα πίσω από τα σπασμένα τζάμια , η ποίηση , δίχως λέξεις
και δίχως ιδέες , που αποκαλύπτεται .


σ . - 85 , 86 -

Μετάφραση : Τάκη Βαρβιτσιώτη

εκλογή ποιημάτων 1915 -1966
ΑΡΜΟΣ

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Allen Ginsberg



31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1978



Ο ΄Αλλεν Γκίνσμπεργκ , ο Πήτερ Ορλόφσκι και οι φίλοι της Δύναμης της Αλήθειας
του Ρόκυ Φλατς , διαλογιζόμενοι έξω απ'τις εγκαταστάσεις της Ρόκγουελ Κορ -
πορέισον , στο Κολοράντο , σταματάνε φορτία με τα πυρινικά απόβλητα , στις
14 Ιουλίου 1978 , την ημέρα που ολοκληρώθηκε η Πλουτώνια Ωδή .

Φωτ . Joe Daaniel



Διαμάντια που λαμποκοπούν και πούλιες που γυαλίζουν
η Μεγάλη Χοροεσπερίδα στο Γουάλντορφ
Αστόρια απ'την οθόνη της τηλεόρασης
φευγαλέος αστραφτερός αποχαιρετισμός
στα φαντάσματα της πλατείας Τάιμς
πλήθος από ματογυάλια και σαν ομπρέλες
χέρια βρεγμένα
πάνω από κεφάλια
η Κίνα πανηγυρίζει
σχέσεις διπλωματικές
ντισκοτέκ στο Πεκίνο
μαύρες και ηλιοκαμμένες φάτσες του Κογκρέσου
στην ώρα των ειδήσεων το νηφάλιο πόρισμα της επιτροπής
αποφαίνεται ότι οφείλονται σε συνωμοσία οι δολοφονίες
του Κέννεντυ και του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ
ο Πρόεδρος κι ο Ειρηνοποιός της περασμένης
δεκαετίας είναι τώρα πεθαμένοι
αινιγματικό και πένθιμο μίασμα
πνεύμα των Τάιμς της Νέας Υόρκης και του Βιετνάμ
η πυρινική επιτροπή Ουώρεν
έχει εκραγεί , ψέματα και σύγχυση
βεγγαλικά καρναβαλιού που σκάνε
μέσα σε ψάθινα καπέλα κάτω από φώτα λαμπερά
χορεύοντας στη μουσική του Γκάι Λομπάρντο
χίτσι κίτσι κου με ματογυάλια
και παπιόν
με πιάνα κουδουνιστά , τρομπόνια
και τούμπες πάνω σ'άσπρα στρογγυλά
τραπέζια με σαμπάνιες
γεροντάκια που γελούν μπροστά στη κάμερα
για μια τελευταία φορά
απολαμβάνοντας τη νοσταλγία
των Royal Canadian
ανάμεσα σε κουζίνες , νεροχύτες και ψυγεία
σε λοταρίες κερδισμένα
που έχουν διαφημιστεί πριν από το άοσμο
φίλμ του Κόμη Δράκουλα
που παρακολουθούν με ορθάνοιχτα μάτια .
Με πόσο ενθουσιασμό φαντάζουν οι διαφημίσεις σαπουνιών
ενόσο τα πλάθη μες από χάρτινα χωνιά
ηχούνε
ανάμεσα απ'τα φαράγγια των Δεκεμβριανών τεράστιων κτιρίων
οι τοίχοι κάθετοι μέχρις επάνω
στο θολωμένο κόκκινο ουρανό
πάνω από το Γκόθαμ
το Μπρόντγουέη στέλνει με ντάμπα-ντούμπα
τους χαιρετισμούς του στα Ουράνια
για πολλοστή φορά ,
τενεκεδένιες τρομπέτες είν' έτοιμες
να αναγγείλουν τα μεσάνυχτα
του έτους ,
χαμόγελα πλατιά που το γλεντούν για τα καλά ,
Πορτορικάνοι που γελούν
κάτω απ'τις μαρκίζες της 44ης οδού
χαιρετώντας της κάμερας την κενή ελπίδα
που βλέπουνε εκατομμύρια μάτια η
σκοτούρα τους είναι φευγάτη -
Ζωντανή μετάδοση από τη Νέα Υόρκη ! χιλιάδες
κραυγές χαράς
μετράνε όλοι μαζί τα δευερόλεπτα .
Συγχαρητήρια απ' τον Πρόεδρο της Τηλεόρασης
Γ . Σ . Πάλεϊ -
Συγνώμη ! ΄Ηρθε η ώρα ! η φωτισμένη μπάλα
κατεβαίνει , τύμπανα
ρολάρουν δυνατά
απ' άκρη σ' άκρη σ' όλα τα δίκτυα επικοινωνίας
της Αμερικής ως τα
Αερόστατα ! Ευτυχισμένος ο Καινούργιος Χρόνος !
Τρομπέτες και μπουρμπουλήθρες
πλανιώνται στον εγκέφαλο !
Υψώστε το καπέλο σας , κουνήστε το βραχιόλι σας
Πάρτε τηλέφωνο τον ΄Εντυ ! Σάλπισε
μουστακοφόρε Γανυμήδη
Κάντε να ηχήσουνε στριγγά τα κορναρίσματά σας
αντλίεες πυροσβεστικές του Σόχο !
Γαυγίστε 'σεις στις αποθήκες ανατινάξτε
τα εκκωφαντικά σας φωτοστέφανα εσείς
αλαφροί ΄Αγγελοι 
της Τηλεόρασης !


Μετάφραση : Τάσος Σαμαρτζής

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Γιώργος Μόραρης

ΤΟ ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΜΙΑΣ ΕΓΚΥΟΥ

Ο δεύτερος εαυτός μου
μέσα μου μεγάλωνε
και τραγουδούσε.
Κάθε ζωή που γεννιέται
βρίσκει τον κόσμο
στο νέο του ξεκίνημα.
Δεν ήμουν έτοιμη να δώσω
σαν ενήλικη και σαν βρέφος
κανένα κομμάτι μου.
Αγκάλιασα τον άδειον ΄Αδη
γεμάτη με τα μέλη του παιδιού μου.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΡΑΡΗΣ

ΤΟ ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΜΙΑΣ ΕΓΚΥΟΥ

Ο δεύτερος εαυτός μου
μέσα μου μεγάλωνε
και τραγουδούσε.
Κάθε ζωή που γεννιέται
βρίσκει τον κόσμο
στο νέο του ξεκίνημα.
Δεν ήμουν έτοιμη να δώσω
σαν ενήλικη και σαν βρέφος
κανένα κομμάτι μου.
Αγκάλιασα τον άδειον ΄Αδη
γεμάτη με τα μέλη του παιδιού μου.

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Demetrio Korsi

ΤΟΥ  ΠΑΝΑΜΑ  ΕΙΚΟΝΑ
 

Η ΔΙΩΡΥΓΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΜΑ

Γκρίγκος , γκρίγκος , γκρίγκος ... Μαύροι , μαύροι , μαύροι ...
Μαγαζιά κι αποθήκες και πραμάτεια στον ήλιο .
Φραγκεμένοι ινδιάνοι , μιγάδες αγροίκοι
κι αγοραίες κοπέλες που αγάπη πουλάν .

Περνάει έν 'αμάξι γεμάτο τουρίστες ,
στρατιώτες και ναύτες που έρχονται , παν .
Παντελονοφορούσες ανάμεσά τους αρτίστες
που έχουν ανακαλύψει τη χώρα του Αδάμ .

Παναμάς ο καλόβουλος και σ'όλ'ανοιχτός ,
σαν αυτήν εδώ την κεντρική λεωφόρο ,
που είναι γεφύρι , λιμάνι και πύλη
για το μεγάλο κανάλι των καραβιών .

Ξυπολησιά κι αυτοκίνητα και ταβέρνες σωρός ,
μπεκρήδες , ρούμπες , φοξ-τροτ ,
χρώματα , μύρα , ράτσες ανάκατες ,
μαύροι και γκρίγκος που φέρνει ο άνεμος .

Ρακί , μουσική και πολλά πορτοφόλια .
Στον πόλεμο ανάθεμα ! Τον σκέφτεται ποιος ;
Χορεύουν μακάβρια χορό τα μιλιόνια ,
γκρίγκος , μαύροι γκρίγκος και γκρίγκος ξανά .
γειά σου , χαρά σου , Παναμά , χώρα του καθενός .


Μετάφραση : Γ.Δ.ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


VISION   DE   PANAMA

 
Πλοία από όλο τον κόσμο περιμένουν εις την Cristobal ,
την είσοδο της Διώρυγας επί του Ατλαντικού .
 

Gringos, gringos, gringos... Negros, negros, negros...
Tiendas y almacenes, cien razas al sol.
Cholitas cuadradas y zafias mulatas
llenan los zaguanes de prostitución.

Un coche decrépito pasa con turistas.
Soldados, marinos, que vienen y van,
y, empantalonadas, las caberetistas
que aquí han descubierto la tierra de Adán.

Panamá la fácil. Panamá la abierta,
Panamá la de esa Avenida Central
que es encrucijada, puente, puerto y puerta
por donde debiera entrarse al Canal.

Movimiento. Tráfico. Todas las cantinas,
todos los borrachos, todos los fox-trots,
y todas las rumbas y todos los grajos
y todos los gringos que nos manda Dios.

Diez mil extranjeros y mil billeteras...
Aguardiente, música... La guerra es fatal!
Danzan los millones su danza macabra.
Gringos, negros, negros. gringos.... ¡Panamá!

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Γιώργος Μπλάνας


ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
                                                                              Γιάννης Γαϊτης , 1952 το τραγούδι της γης


Η πύλη του Άδη: σκοτεινή

πορσελάνη και ατσάλι

γναθοχειρουργικό.

Μπροστά η λύσσα αυτοπροσώπως:

κεφάλι, μάτια, ρύγχος, δόντια κάπρου·

πόδια καμήλας, η ουρά λεπτή με καμάκι

ωκεάνιο στην άκρη· σάρκα: η σάρκα

δέκα αιώνες άνεμος σκαφτιάς

στη φλούδα πεύκου

και τα μαλλιά σχοινιά πλεγμένα αγχόνες

να σέρνονται στη γη,

να προκαλούν την πέτρα και την σκόνη,

κύματα στείρα να σηκώνονται, να πνίγουν

ολόκληρα νησιά με τα σκυλιά και τα παιδιά τους

κι ο φτωχός, για την χρεία ή για το χρέος,

να πουλάει το χωράφι και το αμπέλι

να σπουδάσει τα παιδιά του:

τυφλά, σκουριασμένα,

σαν άχρηστα εργαλεία

(οι Λευκάδιοι στα 1357,

επιμένοντας πως η βία δεν είναι

η φαινομενική αφετηρία του κράτους,

αλλά το συστατικό του αξίωμα – και συνεπώς

πως όσο διαλεκτικά

κι αν σκέφτεται ένας φιλόσοφος

-στην Ιένα ή οπουδήποτε αλλού-

μπορεί να είναι σκατόψυχος )

...............................................................................

....................................... γραμματέας ή φύλακας

η λύσσα: «Πού πηγαίνεις ζωντανέ;

Δεν άκουσες τίποτα για Έννομη Τάξη;»

................................................................................

.......... κόλαση ολοζώντανη ...................................

καθένας με τα κέρδη του και τις απώλειές του

κι όλοι μαζί μια πίστη

―καθολική, αδιαίρετη―

στην παντοδύναμη, ελεύθερη αγορά·

δαίμονες, στρατιές, με βασιλιάδες,

δούκες, άρχοντες, διοικητές, προέδρους —

γλεντοκοπούσαν, έκαιγαν,

έγδερναν, κομμάτιαζαν

χαμένες ψυχές – μαζί κι ο Δάντης

πάνοπλος να προσπαθεί να κρατήσει

ένα κοπάδι Γιβελίνους στον λάκκο τους,

κραυγάζοντας: «Φίδια,

κατράμι και σκορπιοί

το κέρδος σας, καθάρματα.

Πού ακούστηκε αυτοκράτορας μ’ ένα μάτι.

Σπουδαία ανακάλυψη πως τα ελάφια

πηγαίνουν πάντα στην πηγή.

Οι λύκοι; Πού πηγαίνουν

οι λύκοι, άθεοι;»

Και θέριζε σαν τα σπαρτά

τα χέρια που αρπάζονταν

από το χείλος της αβύσσου...

. . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . ένας αβράκωτος (1789, ολογράφως

Ένα-Επτά-Οκτώ-Εννέα) κρατώντας

στα χέρια το κεφάλι του:

«Άσε τις λέξεις ήσυχες, ηλίθιε Ιταλέ.

Ξέρουν τι κάνουν.

Δεν χρειάζονται τον πάπα σου

ούτε άλλη πάθηση. Σε κοροϊδεύουν.

Μόνο το δάσος θα μείνει

και τα κόκαλα των χαμένων στο δάσος,

απ’ τα στιχάκια σου».


Το μεσημέρι πετούσε νωθρά

από νύστα σε νύστα. Επάνω,

οι θάμνοι καίγονταν βαθιά

στις ρίζες τους, τα φύλλα έπαιρναν

μιαν όψη πυρίμαχη, έτοιμη να κομματιάσει την άπνοια,

με την πρώτη ζωντανή παρουσία στο μαρμαρωμένο φως.

Πάνω στη στέγη, ένα παγόνι, σκεφτόταν

κάτι ορθογώνιο. Ζύγισε για μια στιγμή

τη βαρύτητα της μέρας

κι ύστερα εισέβαλε άργυρος

αρχαίος στην κωνοφόρα επικράτεια

των τζιτζικιών.

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Περίμεναν τους τραγουδιστές.

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Αυτοί γύριζαν τον κόσμο με μια μεγάλη λύρα που ακουγόταν σαν δόρυ σε χάλκινο στέρνο και τραγουδούσαν τις περιπέτειες παλιών ηρώων. Κάποτε είχαν πολλή δουλειά, αλλά την εποχή εκείνη σπάνια τους άκουγαν. Είχαν ήδη εμφανιστεί οι λιμοκοντόροι λυρικοί με τα μικρά, ζωηρά τραγούδια τους. Οι λύρες τους ήταν μικρότερες, στολισμένες με χρυσάφι και έβγαζαν ζαχαρωμένους ήχους. Οι δύστυχοι οι παλιοί τραγουδιστές, παρόλη την επιβλητικότητά τους, έφταναν στο σημείο ν’ αντικαθιστούν τους παλιούς ήρωες με τους νεόπλουτους νοικοκύρηδες, για να βγάλουν το ψωμί τους -γέροντες ψηλοί με μακριές γενειάδες, φαρδιά στήθη και γεροδεμένα χέρια να τρώνε σαν ζητιάνοι στην άκρη του δρόμου ή να μετρούν και να μοιράζονται λίγα νομίσματα...

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Άρχισαν. Κάτι ξέφυγε

και χάθηκε ασφυκτικά μες στο λιοπύρι.

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Δυο άντρες σέρνονταν ανάμεσα σε πτώματα. Ένας άλλος ερχόταν προς το μέρος τους. Τον έπιασαν. Μιλούσαν σιγά, κοφτερά. Ο ένας από τους δυο που σέρνονταν έβγαλε το σπαθί του. Ένα κεφάλι έπεσε στη σκόνη. Ύστερα μακελειό. Άλογα προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Στρατιώτες ξυπνούσαν και πάλευαν ν’ αρπάξουν τα όπλα απ’ την νύστα τους. Ένας δεν ξύπνησε καν. Τον σκότωσαν στον ύπνο. Ήταν ο Ρήσος, βασιλιάς της Θράκης –Κρίμα!- Το κεφάλι ήταν του Δόλωνα. Τα ερπετά: Οδυσσέας και Διομήδης. Πολιτικοί. Επαγγελματίες ψεύτες. Όταν δεν έκλεβαν περιουσίες, έκλεβαν συνειδήσεις. Παλιά υπόθεση η σαπίλα των ανθρώπων. Μόνο η τρέλα και το αλόγιστο θάρρος φέρνουν πού και πού μιαν αύρα απ’ τη μεριά του ευλογημένου σκότους...

. . . . . . . . . . . . . . . . .


Κάτι σαν φίδι γλίστρησε

στην ξύλινη ακτή της αντηλιάς...

. . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . γυμνή.

Τα χείλια της φεγγάρι πορφυρό.

Ανάμεσα στα πόδια της, πηγάδι όπου οι λέξεις

νερό και φύλλα τρεμάμενα γλυκά και βαθιά...

Βαθιά όσο που μούσκευαν οι ρίζες απουσία

κι έσταζαν σε τόπο φρικτό, κάτω απ’ τη γη

τρόμο απέραντο και αγωνία κι απελπισία.

Σπήλαια αμέτρητα. Άλλα πέτρα χιονισμένη

κι άλλα μέταλλο φλεγόμενο. Τριγύριζαν.

Κι άλλοι πάγωναν κι έπεφταν οι σάρκες τους

κι άλλοι καίγονταν κι άνοιγε το δέρμα τους

κι τρέχε ποτάμι το αίμα...

. . . . . . . . . . . . . . . . .

Ερημιά. . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . .

ο υποσαχάριος γιος ενός ένδοξου ΧΕΙΜΩΝΑ

―δόλιο κατοικίδιο, χορτασμένο

ψόφια πλεονεξία : μια σταλιά

ξεδοντιασμένη λύσσα―

προσπαθούσε να τρομάξει την σκιά του,

τρομαγμένος απ’ την σκιά του: «Προπαντός

όχι βία. Ο τοκετός

ξεκινά αυθόρμητα, με κεφαλική προβολή,

απομακρύνει από το σώμα της Ιστορίας

το βιώσιμο έμβρυο, σαν περίττωμα.

Τι είναι αυτά. Τι είναι αυτά τα πράγματα.

Πόσες φορές η κυοφορούσα Ιστορία

δεν πέθανε στα χέρια αυτής

της γριάς επαρχιώτισσας μαμής;

Με την καισαρική τομή. . . . . .

Με την καισαρική τομή, λέγω,

αποφεύγονται οι πόνοι του τοκετού

(ολική ή μερική αναισθησία)

δεν τραυματίζεται ο θεσμός

του πατριωτικού αιδοίου

και ο κίνδυνος να πάθει κάτι το νεογέννητο

είναι πολύ μικρός. Πολύ φοβ[ού]μαι . . .

Πολύ φοβ[ού]μαι, λέγω,

πως το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων

ΔΕΝ αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας,

την πραγματική βάση, που πάνω σ’ αυτήν

υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό οικοδόμημα,

που σ’ αυτό αντιστοιχούν ορισμένες μορφές

της κοινωνικής συνείδησης,

αλλά ένα φάντασμα,

που είχε την ατυχία

να βρίσκεται στη Μόσχα το 1989...»

. . . . . . . . . . . . . . . . .


Ο ένδοξος Γουέλφος μετρούσε

στίχους και νομίσματα.

Τόσα χρυσά, τόσες τερτσίνες.

Σύνολο: τρεις κύκλοι αθλιότητας,

με 100% τόκο, ακόμα και Δόγης.

Κάπου-κάπου σήκωνε το κεφάλι.

Στην οροφή της κόλασης

φρέσκο του Περουτζίνο:

η τοκογλυφία αισθητική κατηγορία,

τουλάχιστον μέχρι να φτάσουν

οι μοντερνιστές και να γυρίσουν τα πάντα

ανάποδα: η αισθητική, τοκογλυφία,

σκουπίδια , σκουπίδια, ασύστατοι.

Το γεγονός πως δεν φοράτε μάσκες δεν σημαίνει

πως δεν θα πληρώσετε τις αμαρτίες σας

με τόκο, με τόκο...

. . . . . . . . . . . . . . . έχωνε

κανένα νόμισμα στο στόμα του

και προσπαθούσε ν’ απαγγείλει...

«Ne meo e amin i noa via...»

Άδικος κόπος. Στην πύλη,

η λύσσα ένοιωσε το ξύλο του κορμιού της

να δυσανασχετεί. Έβηξε και σκέφτηκε

πως εκείνη η περιβόητη στήλη άλατος

ήταν σίγουρα ο Λοτ.

«Ψέματα, ψέματα όλα»,

τσίριξε. «Το δέρμα

δεν το ρώτησε κανείς».

Ξαφνικά,

γύρισε και κοίταξε πίσω:

ένα κατάρτι και στη κορφή

ένα πήλινο πουλί

που έκρωζε: «Ψυχή!»